Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Ο πεθαμένος


Τον είδα πάλι τις προάλλες. Είχε μείνει μισός. Τι μισός; Το μισό του μισού.

«Πάλι τον έχει καβαλήσει ο διάολος» σκέφτηκα.

Καθότανε εκεί στο παγκάκι δίπλα στη στάση. Το βλέμμα του βαρίδι.
Καθότανε και κοίταζε τα πόδια. Τα δικά του, αυτών που περνούσαν. Πάντα αυτό κάνει.

Ρε, πώς νευρίαζα φορές φορές!
Μου ‘ρχότανε να τον πιάσω έτσι απ’ το πηγούνι και να του σηκώσω το στραβοκέφαλό του, έτσι, να, ψηλά.

«Κοίτα ρε βλάκα, να! Όχι στα πόδια, ρε! Στα μάτια.»

Όπως εγώ. Εγώ ποτέ δεν κοίταξα στα πόδια. Στο πάτωμα. Πάντα ψηλά κοιτούσα. Έτσι με μάθανε. Μάλλον όχι, μόνος μου το ‘μαθα. Μικρός ήμουνα κι είχα καταλάβει. Κανένας δε θα με υπολόγιζε, αλλιώς. Ούτε γονιός, ούτε δάσκαλος, ούτε παιδί, ούτε αφεντικό.
Και μόλις το κατάλαβα (μικρός ε;) λες κι άλλαξε ο κόσμος! Όλα μου γίνανε πιο εύκολα. Έγινα λέει σαν αρπακτικό, άλλοι το λένε, όχι εγώ. Όλα τα έβλεπα. Τίποτα δε μου ξέφευγε.

Όχι σαν αυτόν εδώ. Αυτός ρε, πόλεμος να γίνει δίπλα του δε θα σηκώσει τα μάτια να δει τι τρέχει!
Νευριάζω μαζί του. Δεν το καταλαβαίνω. Εντάξει, ξέρω, σ’ άλλους έρχονται εύκολα, σ’ άλλους δύσκολα, ένας αλλιώς τα ζει κι αλλιώς ο άλλος.

Αλλά αυτός! Αυτός γεννήθηκε έτσι! Παραιτημένος.
Χτυπάν τα νεύρα στο κεφάλι μου, μαζί του. Δεν την αντέχω τόση απάθεια. Ρε, ανεβαίνει η πίεση μου, σου λέω, δε μπορώ να κρατηθώ!

Ήτανε κι εκείνη η μέρα έτσι, απ’ την αρχή της. Χάλια ήμουνα. Τίποτα σωστό δεν έγινε εκείνη τη μέρα.
Ε και τον είδα. Και θόλωσα. Και πήγα εκεί κοντά φορτσάτος.
Δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Μόνο φασαρία ήθελα να κάνω, εκεί, δίπλα του.
Να τον ταρακουνήσω λίγο.
Αλλά δεν καταλάβαινε.
Άρπαξα ένα ξύλο και χτυπούσα το παγκάκι.
Τίποτα αυτός.
Μετά του μίλησα. Τον έβρισα μπας και τσιμπήσει. Να σηκωθεί, να με βρίσει κι αυτός. Ακόμα και να φύγει. Κάτι.
Τίποτα σου λέω. Λες και δεν υπήρχα. Λες και δεν υπήρχε τίποτα.
Πήγα στάθηκα μπροστά του. Φώναζα. Είχα γίνει έξαλλος. Τον έβριζα.

«Κοίτα με ρε τελειωμένε. Κοίτα με, γαμώτο. Τι έπαθες, πεθαμένος είσαι;»

Τότε ήταν.
Τι τον έπιασε; Σου λέω, αν δεν το ‘κανε αυτό το πράμα που ‘κανε τίποτα δε θα γινόταν.

Σήκωσε το κεφάλι του και τα μάτια του με κοίταξαν. Με κοίταξε!
Δεν το περίμενα, πανικοβλήθηκα.
Μόλις με είδανε αυτά τα γυάλινα που ‘χε για μάτια, τα ‘χασα. Τρελάθηκα.
Ήτανε πεθαμένος! Όχι, όχι αλήθεια λέω! Ήτανε πεθαμένος, κανονικά. Νεκρός, πώς το λένε;

Τρόμαξα ρε, τρομοκρατήθηκα. Τέτοιο πανικό δεν έχω ξανανιώσει.
Με καίγανε αυτές οι τρύπες στο πρόσωπό του το ανέκφραστο.
Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας, ένιωσα κίνδυνο, κι αυτός εκεί. Κοιτούσε σαν το διάολο.
Κινδύνευα. Κι εγώ κι ότι γνωστό και γνώριμο κοντά μου ξέρω.

Τι να ‘κανα; Ν’ άφηνα να μου καίει έτσι όλο το σώμα; Να τον αφήσω έτσι, εκεί να με κοιτάει;
Θα καιγόμουν ζωντανός, σου λέω, ήδη μύριζα τα λάστιχα απ’ τα παπούτσια μου!

Και καλά εγώ. Όλοι οι άλλοι;
Κινδυνεύαμε, σου λέω!
Γι’ αυτό το ‘κανα.

Του ‘δωσα μία. Τόσο δυνατά δεν έχω χτυπήσει στη ζωή μου.
Κατευθείαν στο πρόσωπο.
Να σταματήσει να κοιτάει.
Να σταματήσει να με καίει.
Κι ύστερα άλλη μια.
Από την άλλη μεριά.
Κι αυτός με κοίταζε!
Μέχρι να πέσει με κοίταζε.
Κι όσο με κοίταζε, τόσο πιο δυνατά χτυπούσα.
Για να σταματήσει.
Για να σωθούμε.

Και σωθήκαμε.
Σου λέω, μας έσωσα.