Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Επιστολή, μια μέρα


Ήθελα να σου γράψω.
Ξεκίνησα, πήρα καλό χαρτί, καλό στυλό, μη μουντζουρώνει, έκατσα και σωστά, με ίσια πλάτη και φως μπροστά, αριστερά μου καθ’ ότι δεξιόχειρας, έτσι, για να ‘ναι όλα ολόσωστα και τίποτα στραβό.

Έγραψα πάνω αριστερά το όνομά σου, κόμμα.
Δε μ’ άρεσε και το ‘σβησα.
Σε είπα «αγαπημένο μου» και πάλι το ‘σβησα.
«Λατρεία μου» «Ζωή μου» «Ψυχή μου» και «Φωνή μου»
Τίποτα δε μου ταίριαζε.
Είπα, τίποτα δε θα βάλω για προσφώνηση κι άρχισα να σου γράφω κατευθείαν.

Σου είπα ότι κάποτε πιο παλιά σε λάτρευα και σ’ είχα για Θεό μου.
«Μ’ εντυπωσίαζε η πυγμή σου και το κύρος σου και ήμουν τόσο σίγουρη για ‘σένα, ότι θα κάνεις ό, τι έλεγες, που σ’ υπερασπιζόμουνα και μάλωνα για ‘σένα, πότε στ’ αστεία πότε σοβαρά, εγώ όμως τότε όλα τα εννοούσα»

Άφησα ύστερα λίγο κενό στην κόλλα.

Συνέχισα.

«Μετά δεν ξέρω τι έγινε και απομακρυνθήκαμε.
Σαν ν’ άλλαξες, μπορεί κι εγώ, δεν ξέρω.
Σ’ έψαξα λίγο, δυο-τρεις φορές κι όταν καμιά φορά σε βρήκα, αυτό που είδα κι άκουσα δε μου ‘μοιαζε με ‘σένα.
Δεν ήξερα ποιος ήσουν πια.
Κι εσύ για ‘μένα μάλλον το ίδιο θα σκεφτόσουνα.
Σταμάτησα να σε θαυμάζω.
Τις ιστορίες σου τις άκουγα με φρίκη και τις ανάγκες σου δε μ’ άρεσε καθόλου πια να τις καλύπτω.
Κι εσύ με σιχαινόσουνα, το ξέρω.
Δεν άντεχες να ‘σαι κοντά μου, κι η θέαση μου ακόμα στα ‘χωράφια’ σου ήταν αιτία για καυγά και μάχη ανεκδιήγητη.

Αυτός ο πόλεμός μας, κράτησε πολύ.
Είχε, το ξέρεις άλλωστε, τις μεγαλύτερες όλων απώλειες.
Το ξέρω, δεν ήταν σωστό, αλλά κατέφυγα ακόμα και στη βία. Έμπρακτα.
Ναι, ντρέπομαι.
Συγνώμη.
Στο λέω, κάθε μια μέρα που ξυπνούσα, αίμα μου μύριζε κι αυτό δεν είναι υπερβολή. Στ’ αλήθεια.



Μη σε τρομάζω όμως τώρα και μακρηγορώ και τα θυμάσαι όλα αυτά κι εσύ κι αναστατώνεσαι.



Μετά πάλι, ολάξαφνα, ξανά σ’ αγάπησα.
Ή μάλλον εσύ πρώτος.
Ίσως να φταίει που αποκολλήθηκα από ‘σένα κι έγινα ‘μόνη μου’ για λίγο.
Ίσως να ζήλεψες, δεν ξέρω.
Κατάλαβες ότι από ‘μένα δε μπορείς να φύγεις, μού ‘πες.
Είδες ότι είμαι άξια θαυμασμού! Εγώ!
Καμάρωσες μια-δυο φορές που πέτυχα σε κάτι, και ζήλεψες που μόνη μου χωρίς εσένα και το μυαλό σου, εντυπωσίασα.
Πρώτη φορά με δέχτηκες με όλα μου κι αυτό εμένα με συγκίνησε, να ξέρεις.
Μαζί με ‘σένα που ‘ρθες πια οριστικά, ήρθανε κι όλα τ’ άλλα που περίμενα και ζήλευα στους άλλους.

Τώρα το ξέρω ότι στ’ αλήθεια είσαι εδώ, αυτήνα τη φορά.
Τώρα το ξέρω ότι στ’ αλήθεια πια ήρθα κι εγώ σε ‘σένα.
Τώρα δε σε φοβάμαι και ούτε εσύ πια με χειραγωγείς.
Τώρα πια συμφωνούμε, ακόμα και στις διαφωνίες μας.
Τώρα εσύ με αγαπάς στ’ αλήθεια κι εγώ πια σε λατρεύω. Όμως στο δείχνω όσο θέλω, ίσα για επιβράβευση.

Σε ισορρόπησα κι εσύ εμένα.


Γι’ αυτό ήθελα να σου γράψω.
Για να στα πω απ’ την αρχή, μην τα ξεχάσεις.
Κι αν τα ξεχάσεις πάλι, για να μπορείς να θυμηθείς, αν θες.
Και να μπορώ κι εγώ»




Αυτά έγραψα.

Μετά από κάτω, δεξιά «δική σου» κι ημερομηνία.


Και στο ‘στειλα, Εαυτέ μου, ένα απόγευμα, νωρίς, που δεν είχα δουλειές.