Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

TRAITEMENT.avant_le_samedi


Είναι πρωί και έχει νύχτα. Ξύπνησα αλλά κάνω πως κοιμάμαι να το πιστέψει ο εαυτός μου και να μην γκρινιάζει. Σκατά, δεν τα καταφέρνω. Σηκώνομαι, ντύνομαι, φεύγω, στο δρόμο το παίζω ανάλαφρη και χαρωπή, «έλα Παρασκευή είναι, τελείωσε», σκατά πάλι, σιγά μην έπιανε, με ακουμπάνε, νευριάζω, το λεωφορείο θα ‘ναι πάντα ενοχλητικό όπου κι αν είμαι, σ’ όποια χώρα, κατεβαίνω, κι άλλο στριμωξίδι, ηρεμώ μόνο στο στενό το δικό μου, σ’ αυτά τα πενήντα βήματα λίγο αποξενώνομαι από το πανικόβλητο εγώ μου και τ’ αφήνω στη γωνία, έχω να συγκεντρωθώ στο να αντέξω. Φτάνω στην ώρα, σκάλες, άλλο βασανιστήριο, κάθε σκαλί πιο σκούρο απ’ το προηγούμενο, ή όχι, κάτσε, δεν είναι τα σκαλιά, το ηλίθιο, χεσμένο απ’ το φόβο του εγώ μου πάλι βρήκε την τρύπα του και ξεπετάχτηκε να κάνει τα δικά του. Το φιμώνω γι’ άλλη μια φορά, τώρα οριστικά και περιμένω έξω απ’ την πόρτα δεκαπέντε δευτερόλεπτα να πιάσω την ανάσα μου, μπαίνω μέσα, σιγά μην πρόλαβα να βρω ρυθμό αναπνοής, καλημερίζω, κάθομαι, κρατιέμαι να μην είμαι τόσο λαχανιασμένη και γίνω ρεζίλι, ένα, δύο λεπτά, πάει κι αυτό.
Κωλοδουλειές, άλλες φορές αρχίζω κατευθείαν , άλλες μαλακίζομαι να φύγει η ώρα, φεύγει, σιγά σιγά στην αρχή, ανά πέντε λεπτά κοιτάω το ρολόι, πιο γρήγορα μετά, διαβάζω εφημερίδες στο ίντερνετ, μιλάω, ρητορεύω αγχωμένη μη και με δει κανείς από ‘κει μέσα, όχι ότι θα μου πει και τίποτα αλλά έτσι, δε γουστάρω, διάλειμμα, δε σηκώνομαι αμέσως αφήνω να περάσει έτσι το μισό, στ’ άλλο μισό θα κατεβώ, στις σκάλες στρίβω το τσιγάρο, ευτυχώς που έχει κρύο και τα κωλόπαιδα απ’ τον κάτω όροφο μπήκανε γρήγορα μέσα, ανάβω, σα να μην έχει πολύ κόσμο σήμερα το μπουρδέλο, κάθομαι, κρυώνω λίγο, σκέφτομαι, τ’ αποφασίζω, αφήνω το μαλακισμένο εγώ να βγει για λίγο για θα σκάσει, αυτό τρελαίνεται, δε θα μου κάνει τη χάρη, όχι! Όποτε θέλω εγώ να την ακούσω αυτό θα κάνει τον καραγκιόζη; Να πάω να γαμηθώ, αυτό μου λέει και κλειδώνεται πίσω μόνο του. Στο διάολο του λέω κι εγώ και σηκώνομαι, γαμώτο, κατουριέμαι και κρυώνω και θ’ ανέβω πάλι αυτές τις κωλοσκάλες, τρελαίνομαι.
Τ’ απόγευμα περνάει πιο καλά, οι κουλές τρελόγκες φύγανε μετά το διάλειμμα, θ’ αργήσουν να γυρίσουν, ηρεμώ για λίγες ώρες, χάνομαι στον ιστό, ανοίγω ένα παράθυρο για δουλειά, ένα για διασκέδαση και προσπαθώ να τα κάνω σχεδόν ταυτόχρονα, μερικές φορές το καταφέρνω, χαίρομαι, περνάν τρεις ώρες, έχω κάνει και δουλειά καλή όχι αστεία, γυρνάνε οι κουλές, γάμα τα, πάλι στο ντουλάπι, όχι ότι φταιν κι αυτές, εγώ είμαι το ζόρι, δε βαριέσαι μια ώρα έμεινε θα περάσει, είμαι σε εγρήγορση, το στομάχι γουργουρίζει, το ρουφάω προς τα μέσα ν’ ακούγεται λιγότερο, έχω κι έναν ξερόβηχα, απομεινάρι αρρώστιας, καταραμένο, διαβάζω κάτι και γελάω σιγανά, σκέφτομαι γρήγορα, τεντώνομαι, ρουφάω τη μύτη μου και βήχω.
Παρά είκοσι, αυτές αρχίζουνε την πάρλα, εγώ τελειώνω σ’ αναμμένα κάρβουνα τα σωσίματα, σηκώνομαι σεμνά, κάνω πως παρακολουθώ για λίγο την κουβέντα, κλείνω διακριτικά το ένα μηχάνημα, μαζεύω αργά, καλώδια, τα βάζω όμορφα όμορφα μέσα την τσάντα, ακόμα κάνω πως παρακολουθώ πού και πού, ξεροβήχω, σβήνω το δεύτερο μηχάνημα, ταιριάζω το γραφείο, παίρνω απ’ την καρέκλα  το σακάκι μου, τις κοιτάω, το φοράω, δε μου δίνουν σημασία, κάνω ένα βήμα μπρος, ακόμα σημασία, λέω γεια, μου λεν καλό σαββατοκύριακο χαμογελώντας (οι καλές μου!) και εξαφανίζομαι.

Πετάω στις σκάλες, δε στρίβω τσιγάρο, βγαίνω απ’ την πόρτα, σα να ‘ναι ο καιρός λίγο πιο όμορφος, βρε σα να γλύκανε, κοίτα να δεις, χαμογελάω, θα περπατήσω σήμερα, ναι! Σήμερα δεν έχει τη βρωμιά του λεωφορείου. Χαμογελάω, περνάω το δρόμο μου, τον περπατάω, σήμερα δε μ’ ενοχλούν τα σχολιαρόπαιδα, δε θα συνωστιστώ μαζί τους, εξατμίζονται, μαζί μ’ αυτά κι η στάση, στ’ απέναντι το πεζοδρόμιο δύο κορίτσια γελάνε, η μία έχει ακορντεόν και κουβαλάει σακίδιο, σε κάποια θ’ άρεζε αυτό σκέφτομαι, χαμογελάω, αρχίζει παίζει το κορίτσι, περπατάν πιο γρήγορα, κι εγώ μαζί, ο δρόμος μας χωρίζει, περνάν την κάθετο, εγώ έχω φανάρι, «ε περιμέντε με, έρχομαι», περνάω κι εγώ, είμαι από πίσω και χαμογελάω, περνάν ποδήλατα, μαμά μπροστά και πίσω ο μπόμπιρας, γελάνε, κι εγώ γελάω, αυτός ο δρόμος πώς μ’ αρέσει, τα δέντρα του μ’ αρέσουνε, τα κορίτσια πάνε γρήγορα, «ε βρε, λυσσάξαν!», σκέφτομαι, θέλω να στρίψουνε εκεί που στρίβω, ατυχία, συνεχίζουν, τι να κάνεις, προχωράω, ένα αμάξι σταματάει να περάσει ένας παππούς κι ας έχει κόκκινο, χαμογελάνε, προχωράω και νομίζω ότι ακόμα ακούω ακορντεόν, το σκέφτομαι, γελάω, για μια στιγμή τ’ ακούω ξεκάθαρα, γυρνάω, τίποτα πίσω, συνεχίζω,  σε μια στροφή τις βλέπω, θαυμάζω την υπέρτατη ακοή μου και χαίρομαι, μυρίζω τζάκι και γελάω, περνάω το πάρκο, περνάω την κάβα, περνάω το λουλουδάδικο, το επισερί, μπροστά μου δυο παιδάκια τρέχουνε, προσέχω να μη βγουν στο δρόμο, τ’ αμάξια ουρά στο δρόμο δίπλα μου ακίνητα κι εγώ νερό, ποτάμι, ποιος με πιάνει, σ’ έν’ αυτοκίνητο μια με κοντό μαλλί κι ωραία μάτια μάλλον θύμωσε, γυρνάω την ξανακοιτάω και χαμογελάω, περπατάω, δε γύρισα να δω αλλά είμαι σίγουρη, της έφυγε ο θυμός, μια κυριούλα από πίσω μου παλεύει να με φτάσει, αν και κουράστηκα θα παίξω, για λίγο είμαι μπροστά, μετά κάτι άλλο τράβηξε την προσοχή μου και η μαντάμ με πέρασε, ας είναι, ήταν άξια, ένας που τρέχει, με κολλάν, και ξεφυσάει με ρυθμό, φου φου σσσς, φου φου σσσς, το τραμ που γίνεται, τα έργα που τελειώνουν τόσο γρήγορα, τους χαιρετάω, φανάρια, πέτυχα πράσινο, περνάω, το δικό τετράγωνο, ο μαύρος δρόμος και οι μάντρες και πριν να στρίψω, νάτονα, ο έφηβος μαυρούκος γείτονας με το γουναριστό καπέλο, χαζόπαιδο και τι ψηλός, τον σκέφτομαι, γελάω, έστριψα, να και ο θείος με το φωνακλάδικο σκυλί, αυτός πηγαίνει πιο αργά απ’ τον χάρο κι αυτό χοροπηδάει σαν τρελό και τρέχει σαν τον σίφουνα, τους χαιρετάω, να κι η παράξενη εκκλησία, σαν σε ταινία, κλειστή, ανοίγει πια μόνο την Κυριακή, ο κήπος, τα ροδάκινα, τ’ αμύγδαλα, ξέρω τα δέντρα, τα ξεχωρίζω, χαίρομαι χαμογελάω, μία κυρία πάει να παρκάρει πάνω μου, δε με πειράζει, χάζευα, είναι γλυκούλα, μου γελάει, κανείς δε βρίζει σήμερα, είναι Παρασκευή, η κόκκινη μοτοσυκλέτα μας αρέσει, μου ήρθαν δάκρυα κι αυτός ο κόμπος μα γελάω, κοντεύω σπίτι, μυρίζω τζάκια και μαλακτικό, σ’ ένα σχολείο τα παιδάκια τραγουδάν Λας Κέτσαπ, άλλο κι αυτό, πού τις θυμήθηκαν, είμαι χαρούμενη, σχεδόν μυρίζω το κρεβάτι και τα ρούχα μας, ακούω το ράδιο, τον καπνό, τα αγκαρμπάθι, το κρασί μες τα φαρδιά ποτήρια, πέντε σκαλιά η ρεζιντάνς και στο καθένα είναι Παρασκευή, να το ποδηλατάκι, και να και το παράθυρο, χτυπάω το κουδούνι, μου ανοίγεις, είναι Παρασκευή και σε φιλάω, σε λίγο τρώμε και γελάω, είναι Παρασκευή, είναι Παρασκευή, είναι Παρασκευή, είναι Παρασκευή, είναι, είναι, είναι, είναι Παρασκευή, γελάω.



photography: 

Le trompe l'oeil de la rue méditerrannée, Bernard Boujot 

(bernard-boujot.blogspot.com)

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Mπορεί να δω μια μέρα ένα όνειρο



Σκέφτομαι ότι μπορεί να δω μια μέρα ένα όνειρο που θα ‘χει μέσα του μια πόλη με χρώμα γκρίζο και καφέ και γεύση σαν μεταλλικό καπάκι μπύρας, που οι άνθρωποι θα τριγυρνάν, αγέλες, σε πάρκα και πλατείες σαν τρελοί και τα πελώρια περιστέρια που θα ‘χουν βγει την κυριακάτική τους βόλτα με τα μωρά, τους φίλους και τους έρωτες θα μας πετάν κομμάτια από κουλούρια Σαλονίκης, και θα μας περιμένουνε, σα σμήνος από λιμασμένα ζόμπι με σπαστικές κινήσεις και γκριμάτσες αγωνίας να συνωστιστούμε μπρος τα πόδια τους για να γελάσουν και να νοιώσουν ξενοιασιά. Και τα μικρά τους με μανία τρομερή θα θέλουν να μας πιάσουν «για να παίξουμε, μαμά!» απ’ τα μικρά μας πόδια και τα χέρια, και ίσως να ξεφύγει και κανένα απ’ την επίβλεψη και με το ράμφος του ανοίξει την κοιλιά μας, να δει αν είμαστε ίδιοι από μέσα.
Κι αφού νυχτώσει και τελειώσει η παρέλαση και μετρηθούμε πόσοι μείναμε κι απόψε, και αποφάμε απ’ τα σκουπίδια και γλαρώσουμε, απάνω στις γωνίες των σπιτιών θα σκαρφαλώσουμε και σιγανά ν’ αρχίσουμε το μοιρολόι και το κλάμα, και κάποιοι από ‘μας να μην αντέξουνε και να σπαράξουνε με ουρλιαχτά και σάλια, και κάποιοι από ‘μας να μην αντέξουνε και να γυρίσουν να σκοτώσουνε αυτόν που ουρλιάζει, και κάποιοι από ‘μας να μην αντέξουνε κι απλώς να κατεβάσουν το κεφάλι.
Να φεύγει η νύχτα και το χάραμα σήμα να δίνει για να κατεβούμε πάλι, μόνο που αντί η μέρα που ξημέρωσε να ‘ναι καινούρια, η ίδια είναι πάλι Κυριακή, η ίδια βόλτα, οι πλατείες, τα κουλούρια και το σμπρώξιμο στη γκρίζα και καφέ αυτή πόλη, τα εντόσθια απ’ τους δρόμους καθαρίστηκαν και τα κεφάλια των ανθρώπων καθαρίστηκαν κι αυτά από τη μνήμη, τα στόματα ορμάνε στην τροφή απ’ τον ουρανό και ως τη νύχτα που θ’ αναγκαστούμε ν’ ακουμπήσουμε τον δίπλα μας, κανένας μας δεν ξέρει πια κανέναν.