Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Μεγαλομανία/Όραμα


Και δε με νοιάζει αν δικιολογείς τη μετριότητα σου με την ερασιτεχνία.
Και δε με νοιάζει αν σε κρίνουν επιεικώς γιατί έχεις πού και πού εκλάμψεις εξυπνάδας και ταλέντου.
Και δε με νοιάζει να σε κρίνω επιεικώς.
Ότι είσαι αξιοπρεπής το έχεις αποδείξει μα ούτε  αυτό με νοιάζει.
Είναι όλα θέμα εντυπωσιασμού και το ‘χεις καταλάβει.
Δε μ’ ενδιαφέρει να σε δω σε κάτι που σε ξέρω.
Δε μ’ ενδιαφέρει να σε δω και γενικώς, πια, στο φινάλε.
Εκτός αν έχεις κάτι να μου πεις.
Δεν έχεις όμως.
Δε μ’ ενδιαφέρει να σε παρηγορήσω πια.
Για πόσο σάμπως να το κάνω.
Δε μ’ ενδιαφέρουνε  τα κλάματά σου κι όχι επειδή βαρέθηκα να σε βλέπω να κλαις αλλά επειδή ούτε αυτά δεν είναι αληθινά.
Δε μ’ ενδιαφέρει ένα ον που οι εκκρίσεις του φωνάζουν «πρόσεξέ με».
Είσαι ένα ον που οι κινήσεις του φωνάζουν «διάλυσε με.
Για να ‘χω πάτημα να λέω ότι ζω.
Για να ‘χω πάτημα να λέω ότι ΚΑΤΙ συμβαίνει και σε ‘μενα.
Δεν είμαι τόσο αδιάφορο.
Δεν είμαι τόσο ανέμελο. Κοιτάξτε με.
Κλαίω. Γελάω. Πίνω. Μεθάω. Σέρνομαι και κοιμάμαι.»
Και πάλι απ’ την αρχή.
Αξιολύπητο, δεν είσαι άνθρωπος.
Στις μέρες μας κάνεις δεν είναι.
Εσύ όμως χειρότερα.
Εσύ απαίσιο.
Όσο κι αν σιχαίνομαι.
Όσο κι αν βγαίνω απ’ τα ρούχα μου.

Πάλι από ‘σένα πιάστηκα.
Μπορεί να σε μισώ.
Έτσι πώς είσαι σε μισώ.
Και θέλω να εκλείψεις.
Αλλά την ίδια ώρα σ’ αγαπώ από τα βάθη του μυαλού μου.
Και νοιάζομαι για ‘σένα.
Μάλλον καλύτερα για ‘μένα νοιάζομαι.
Αλλά υπάρχω να με βλέπεις.
Άρα κι εσύ με νοιάζεις.
Είμαι καλύτερη το ξέρω.
Μα με τρελαίνει που με πιάνει να στο δείξω.
Που υπάρχω εξαιτίας σου.
Που αν δε με βλέπεις, δεν υπάρχω.
Γι’ αυτό και μόνο δεν ησυχάζω.
Και μπαίνω μες τα πόδια σου.
Και σε ταράζω.
Και προσπαθώ να μη σου μοιάζω.
Κι ας σ’ αγαπάω.
Και προσπαθώ να μην ταιριάζω.
Και δεν ταιριάζω.


Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Δύο αρνήσεις, μια κατάφαση.




Ποιος είν’ στο βούρκο μέσα και παλεύει για να βγει αντί να κλαίγεται μ’ όλη τη δύναμή του;
Ποιος εκτιμά αυτόνα που του δείχνει σαν καθρέφτης πίσω τον εαυτό του;
Ποιος παρασύρεται από τα εύκολα κι ειλικρινά δεν το καταλαβαίνει;
Ποιος δεν πουλάει αυτόν που θαύμασε για να τον θαυμάσουν;
Ποιος άλλαξε απ' έξω κι άφησε το μέσα αναλλοίωτο;
Ποιος άγγιξε το μέσα αληθινά χωρίς ν’ αφήσει να δειχτεί;
Ποιος λέει, παράλογα, ότι έχει δίκιο και το υπερασπίζεται με σθένος;
Ποιος δεν το ξέρει ότι έχει άδικο;
Ποιος επειδή το ξέρει δε σε κοιτάει στα μάτια;
Ποιος σε κοιτάει αθώα μ’ απορία;
Ποιος σε κοιτάει ενοχικά με ηρεμία;
Εγώ ήδη βρήκα μία. Μία που ΔΕΝ.

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Το ημερολόγιο κάποιου που θα μπορούσε να είναι ο Alvin Toffler

Αυτή είναι μια ιστορία για ‘μενα.
Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που θέλει να πιστεύει πως είναι διαφορετικός από τους άλλους.
Αν είμαι;
Δεν ξέρω πραγματικά πια.
Κάποτε ήμουν σίγουρος. Όταν ήμουν πιο μικρός.
Στις αρχές του 21ου αιώνα.
Τότε, στη ωριμότητα της εφηβικής μου κυκλοφορίας και κυκλοθυμίας, έλεγα πως κανείς δε μπορεί να ταυτίσει το κύκλωμα της ροής του αίματος του με το δικό μου.
Κανείς δε μπορεί να συγχρονίσει τους παλμούς του με τον ξέφρενο ρυθμό των δικών μου κι αυτό μου έδινε πάντα το προβάδισμα, νόμιζα, στην επεξεργασία των δεδομένων και στη λήψη τους.
Αυτό, μεταξύ μας, δεν ήταν αυταπάτη.
Όντως έχω αυτό το «χάρισμα», της γρήγορης εναρμόνισης με τις καταστάσεις, και της προσαρμογής. Της φαινομενικής προσαρμογής.
Άλλο πάλι…
«Φαινομενική προσαρμογή»
 
Κρύβομαι κι απ’ τον ίδιο μου τον εαυτό, αν αυτό μπορεί να ισχύει.
Η ταλαιπωρία του να απογοητεύομαι κάθε φορά όταν ανακαλύπτω πως απλώς έπεσα πάλι στην ίδια παγίδα και οι απόψεις μου για διάφορα που απασχολούν την ύπαρξή μου αραιά και πού δεν είναι πηγαίες εκ των έσω μου κι αυθεντικές και παρθενογενέσεις, αλλοιώνει απίστευτα πια την ιδέα που έχω για τον εαυτό μου.
Ανεβαίνω επίπεδα μόνο και μόνο επειδή οι άλλοι το νομίζουν, και για να μην τους χαλάσω χατίρι φέρομαι σαν να ισχύει όντως κάτι τέτοιο.
Το αποτέλεσμα;
Καταλήγω να το πιστεύω κι ο ίδιος.
Και να καμαρώνω κιόλας.
Μετά το υποσυνείδητό μου κάνει ένα βαρβάτο update στο συνειδητό μου και βλέπω τις τρύπες που με περισσή μαεστρία και φανταστικούς κόπους, πάθη, υποχωρήσεις και συνδιαλλαγές έχω καμωμένες, στο νερό.
Και μαζεύομαι πάλι στο καβούκι μου.
Και γκρεμίζω ό, τι οι άλλοι έχουν χτίσει βασισμένοι επάνω μου.
Βασισμένοι στην εικόνα που είχαν για ‘μενα κι εγώ δεν τους αναίρεσα για να μην τους απογοητεύσω.
Κι έτσι τους σκοτώνω.
Γι’ αυτό γεννήθηκα.
Για να προκαλώ το μίσος στο πρόσωπο μου και την απέχθεια στο μυαλό μου.
Το φόβο για τη γλώσσα μου σε σχέση με την καρδιά μου, όλοι τον έχουν βιώσει.
Κάποιοι ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να μη μ’ ενδιαφέρουν αρκετά, και γλύτωσαν.
Κάποιοι άλλοι όχι.

Ανήμερα του μεγαλύτερου λάθους της μέχρι τώρα ζωής μου, κατάλαβα ότι στο σώμα μου ζει ένα τέρας και στο κεφάλι μου κατοικεί κάποιος που ίσως κάποτε ήταν ο Προκρούστης.
Αναίσχυντος και σαδιστής, αλλά ευαίσθητος και μαζοχιστής την ίδια στιγμή, το αμέσως επόμενο δέκατο του δευτερολέπτου.
Θεογονία ή τερατογέννεση;

(στον Σ. κι ας μην ξερει ποιος ειναι ο Alvin Toffler )
 

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Οι Μέρες του Σκύλου Τελειώσαν (τελευταίο μέρος)


Θεέ μου τι ξέφωτο ήταν αυτό μπροστά μου, κάτι που δεν είχα ποτέ μου δει ξανά ούτε έχω νιώσει ξανά κάπως παρόμοια. Τόσα χρώματα και τόσα τόσα τόσα διαφορετικά πρόσωπα κι όλα χαρούμενα και ξέγνοιαστα. Όχι όπως είχα συνηθίσει να τα βλέπω. Μ’ έναν άλλο τρόπο, θαρρείς σαν να ‘ταν πιο… ειλικρινή; Σαν το χαμόγελο που είχαν όλοι αυτοί να ήτανε στ’ αλήθεια από μέσα τους, κι από μέσα μου, μα στάσου, κι εγώ το ‘χω, κι εγώ χαμογελάω έτσι! Μπορούσε να ‘ναι πιο πραγματικό αυτό, απ’ όσα έχω ζήσει μέχρι τώρα;

Ήτανε όλα τόσο θαυμαστά υπέροχα! Με συνεπήρε αυτή η ατμόσφαιρα κι η μουσική. Αυτή η δρυίδικη εικόνα. Τι μουσική! Από ποιόν να ‘βγαινε αυτός ο ήχος! Αυτά τα λόγια!

«Οι Μέρες του Σκύλου Τελειώσαν. Τρέξε γρήγορα!»

Έψαξα με το βλέμμα και είδα. Σε μια σκηνή επάνω, μαζί με άλλους που χόρευαν γύρω του, το Πλάσμα χόρευε το ίδιο γύρω απ’ τον εαυτό του και τραγουδούσε. Δεν ξεχώριζα τι ήταν, άντρας, γυναίκα. Είχε σκληρές γωνίες, μεγάλα μάτια και τα μαλλιά του ήταν φλογερά και έλαμπαν στο θαμπό σκοτάδι, άλλοτε πορτοκαλί του Ήλιου κι άλλοτε κατακόκκινα, του Άρη. Το Πλάσμα κι η Συντροφιά του ήταν ντυμένοι σαν πουλιά εξωτικά, με πούπουλα και σαν αρχαία βαμμένοι κι υφάσματα φορούσανε για ρούχα τους, χίλιες υφές και χίλια χρώματα, κι άφηνε ο καθένας τους στο διάβα του κάτι σαν ρεύμα από χρυσόσκονες που σύννεφο έφτιαχναν και πάνω απ’ τα κεφάλια μας κινιόταν.

Κι όλοι οι άλλοι λες κι είχαν πάρει κάτι απ’ την παραξενιά της Συντροφιάς κι είχαν πάνω τους όλοι από κάτι να τους κάνει εξωτικούς κι εκείνους. Άλλος φτερά είχε στα μαλλιά κι άλλος στα πόδια, και μια γυναίκα παραδίπλα μια μάσκα που από κάπου μου ‘τανε γνωστή φορούσε. Και το τραγούδι, του Πλάσματος αυτός ο ήχος, ο μυστήριος κι έρρυθμος , όλους τους ένωνε σ’ έναν αεικίνητο χορό που δε σταμάταγε.  Κι όλοι χαμογελούσαν μεθυσμένα και παράξενα υπέροχα.

Τόσο με είχαν παρασύρει όλα εκείνα που ‘χα ξεχάσει την καλή μου Κούκι. Εκείνη όμως με παρατηρούσε και τίποτα δεν άφηνε να μη μου εξηγεί. Μέχρι που πήρε για λογαριασμό μου ένα φτερό από κάποιον που ‘χε πέσει ξέπνοος στο χώμα και κοιμόταν πια για τα καλά, το ‘βαλε στα μαλλιά μου κι αφού μου το στερέωσε καλά για να μην πέφτει, με φίλησε ξανά και είπε 

«δικό σου! Αυτός δε θα το χρειαστεί. Είναι το δώρο μου για ‘σένα απόψε»

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

ανάσα

























Εκπνέω πάντα δυνατά

να βγαίνει ο αέρας
να γίνομαι μικρότερη

για να χωράω αγκαλιά σου.

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

Άτιτλη Νουβέλα (κεφάλαιο IV)




IV

Στο δρόμο για το Εργαστήριο δε μιλούσαν καθόλου.
Το ραδιόφωνο είχε μείνει στον ίδιο σταθμό και τώρα έπαιζε κλασσική μουσική. Κανείς απ’ τους δυο δεν είχε όρεξη να ψάξει κάτι άλλο, έτσι άφησαν αυτό.
  
Εκείνη σκεφτόταν την Ηθοποιό που επιτέλους ήθελε να φύγει όμως λόγω της κατάστασης ο Νοσοκόμος είπε πως πρέπει κι αυτή ν’ ακολουθήσει την πομπή προς το Εργαστήριο.
Έτσι είχαν καταλήξει να πηγαίνουν Εκείνη κι ο Χ μπροστά, το ασθενοφόρο από πίσω κι η Ηθοποιός μετά.
Τουλάχιστον να μπορούσε να την έβλεπε απ’ τον καθρέφτη σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, κι όχι μόνο στις στροφές.

Ένας διακεκομμένος ήχος την έβγαλε απ’ τις σκέψεις της.

«Τι ακούγεται;» ρώτησε τον Χ.
«Ο ασύρματος»
«Σήκωσε τον»
«Ναι;» είπε εκείνη δυνατά.
«Όχημα Ένα. Το Όχημα Ένα να απαντήσει αμέσως!» ακούστηκε από τα ηχεία του αμαξιού, πάνω στον Καρυοθραύστη του Τσαϊκόφσκι.



«Το Όχημα Ένα υποτίθεται ότι είμαστε εμείς;» ρώτησε Εκείνη τον Χ.
«Έτσι νομίζω»

«Ναι; Το Όχημα Ένα ακούει»
«Όχημα Ένα δεν έχεις ν’ αναφέρεις τίποτα;»
«Εε…  Όχι;»
«Μα καλά ρε Όχημα Ένα, δεν έχει δει τόση ώρα ότι ένα χέρι κρέμεται απ’ την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου σου;»
«Ένα τι;» είπε Εκείνη τρομαγμένη και γύρισε να δει.
«Τι;» ρώτησε κι ο Χ και γύρισε κι εκείνος.

Εκείνη κόντεψε να χάσει τον έλεγχο του παλιού πολυμορφικού απ’ τον τρόμο της και τις φωνές που είχε βάλει ο Χ.
Μόλις επανέφερε στα φυσιολογικά του το αυτοκίνητο και φώναξε στον Χ να σταματήσει τις φωνές απειλώντας τον ότι αν δεν το κάνει θα τον αφήσει μόνο του στη νύχτα, πάτησε πάλι το κουμπί του ασύρματου και είπε «Να σταματήσω στην άκρη;»

«Ναι παρακαλώ! Πριν σκοτωθείς και σκοτώσεις κι εμάς, Όχημα Ένα!»
Έβγαλε αλάρμ και σταμάτησε στη δεξιά μεριά του δρόμου.

«Παρακαλώ μη βγείτε απ’ τα οχήματά σας» ακούστηκε η φωνή στον ασύρματο.

Δυο Νοσοκόμοι κατέβηκαν απ’ το ασθενοφόρο και πλησίασαν το αυτοκίνητο.
Άνοιξαν την πίσω πόρτα και πήραν το κομμένο χέρι. Το έβαλαν στη ειδική αποστειρωμένη σακούλα, την έκλεισαν αεροστεγώς  και απομακρύνθηκαν 

«Πάμε!» ακούστηκε το πρόσταγμα στον ασύρματο και η πομπή ξεκίνησε ξανά.

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Όπως βλέπω ότι βλέπεις

ph.: Annie Leibovitz
Αφήνομαι στα χέρια σου
Και δίχως μιαν ανάσα μου
Βυθίζομαι

Ανάμεσα στους χτύπους σου
Ακούω τη Φωνή σου αναπάντεχα
Ζαλίζομαι

Κι απογειώνομαι
και ξέρω πως δεν κάνει
Και προσγειώνομαι
και πάλι δε μου φτάνει

Σαν έρχεται η ώρα μου
Κουρδίζω τα ρολόγια μου
Κι αφήνομαι

Σ' αυτό το χτύπημα
Κι αρχίζω αλήτικα
Να γδύνομαι

Κι απογειώνομαι
και ξέρω πως δεν κάνει
Και προσγειώνομαι
και πάλι δε μου φτάνει

Ανάμεσα στα νεύρα σου
Σκαλίζω τα τεφτέρια σου
Κι εκπλήσομαι

Κι αν έβγαλες τα νύχια σου
Κι αμόλησες τα φίδια σου
Εγώ ρίχνομαι

Κι απογειώνομαι
και ξέρω πως δεν κάνει
Και προσγειώνομαι
και πάλι δε μου φτάνει

Μ' ακούς με μια συμπάθεια
Μα δείχνεις αντιπάθεια
Τρελαίνομαι

Μετά η αντιπαράθεση
Μου κλέβεις την παράσταση
Και δένομαι

Κι απογειώνομαι
και ξέρω πως δεν κάνει
Και προσγειώνομαι
και πάλι δε μου φτάνει

Κι όλο ζητάς κι όλο απαιτείς τ' ακαταλόγιστο
Μα με τα όνειρα το παίζεις παραδόπιστο
Και χάνομαι

Κι όλο ανυπάκουο κι όλο ανάγωγο
Κι όλο απέναντι κι όλο παράδοξο
Και πνίγομαι

Κι απογειώνομαι
και λέω πως δεν κάνει
Και προσγειώνομαι
και ξέρω πως δε φτάνει

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

Ανάθεμα


Ανάθεμα σε μίζερο
Αφέθηκα στη γνώμη σου και τι κατάλαβα;
Στη γνώμη σου;
Πανάθεμα σε άγουρο
Και σάμπως να μην ήξερα;
Δεν ήξερα

Ανάθεμα σε ζόρικο
Με πείσμα όλο κι αντίδραση
Επίτηδες
Πανάθεμα σε μόρτικο
Που σου ‘μαθα και λέξεις
«Θ’ αντέξεις;»

Ανάθεμα σε γλώσσικο
Π’ ολιγωρείς
Πανάθεμα σε ανώριμο
Π’ όλο εννοείς
Ανάθεμα σε άδολο
Π’ όλο εξηγείς
Πανάθεμα σε
Κι ανάθεμα σε
Πανάθεμα σε
Μην εξηγείς

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

αινιγμα

αγαπη μου... καποιος σ' αγαπαει πιο πολυ απ' ολα ολα ολα ολα ολα ολα ολα ολα ολα ολα στον κοσμο και στο συμπαν και στο υπερπεραν και στ' απειρο κι ακομα παραπερα και σε λατρευει και σε θελει και του λειπεις και του λειπεις και του λειπεις και σ' αγαπαει και σε λατρευει και μονο εσενα και κανεναν αλλον δε θελει και του εισαι απαραιτητη και δε σε θεωρει δεδομενη και εισαι ο,τι καλυτερο του εχει συμβει ποτε και ολα ολα ολα ολα ολα ολα, τα παντα θα κανει για 'σενα και να το ξερεις αυτο και να 'σαι σιγουρη και ποτε δε θα σ' αφησει, ποτε ποτε ποτε ποτε ποτε ποτε ποτε ποτεποτε ποτεποτε ποτε ποτε ποτε ποτε ποτε
κι αν του εχεις θυμωσει λιγο λυπαται τοσο μα τοσο μα τοσο μα τοσο μα τοσο τοσο πολυ και ζηταει συγνωμη για μια ακομη φορα και το εννοει κι ας μην το πιστευεις καποιες φορες γιατι μονο εσυ εισαι γι' αυτον και κανενας αλλος και ειναι και πολυ πολυ πολυ πολυ ευτυχισμενος που μπορει παλι να σου μιλαει κι ας μην το βλεπεις εσυ αυτο και ειναι τοσο καλα και σιγουρος με τον εαυτο του και για 'σενα οταν σε κανει χαρουμενη γιατι αλλιως οταν δεν εισαι τοτε νιωθει τυψεις και δεν ξερει να τις χειριστει γιατι ειναι ενας βλακας και μισος και μερικες φορες το ξεχναει και νομιζει οτι δεν ειναι αλλα μετα του μιλας παλι και βλεπει οτι ειναι αλλα να ξερεις σε λατρευει οσο και τη ζωη του και τωρα το ξερει οτι αν ποτε παθαινες κατι δε θα τ' αντεχε και ποτε ποτε ποτε ποτε δε θελει να σε χασει και ολο αυτο το νιωθει τοσο πολυ που δε μπορει να κοιμηθει κι εσυ κοιμασαι μαλλον τωρα.
ποιος ειναι;

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Ύπνος (απόσπασμα)

Μόνο να μπορούσα να εξηγήσω πόσο νυστάζω.


Κι όσο δε μπορώ να κοιμηθώ κάνω διάφορα.
Άλλες φορές και τίποτα απολύτως.

Κι όσο δεν κοιμάμαι όλος αυτός ο ύπνος, ο ανεκμετάλλευτος, έρχεται και κάθεται πάνω μου μ’ όλο το βάρος του 
και μ’ ενοχλεί.

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Ανάγωγες Αλήθειες

Είσαι ειλικρινής και φαίνεσαι σκληρός κι απότομος, κι αν πρέπει ποιος θα κρίνει;
Είσαι σκληρός κι απότομος και λεν πως είσαι μόνος, κι εσύ είσαι πιο πολλοί κι απ' όλους τους μαζί.
Κι αφού είσαι πιο πολλοί, η νίκη αναμενόμενο.
Και τότε είσαι μόνος, που νίκησες, γιατί κανένας δεν κατάλαβε γιατί.