Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

2000 Likes


Πάει καιρός που σ’ αυτή τη χώρα ζούμε όλοι κατά λάθος. Στη μέγγενη του φασισμού τους που συνθλίβονται οι ζωές μας, η τιμή μας παζαρεύεται σε αποκαλυπτικά ειδησεογραφικά sites, χαιρέκακα τρολς με πνιχτά γελάκια μας κατασπαράζουν την καρδιά με τα κοφτερά τους δοντάκια κι ύστερα βαθμολογούν τον τρόπο που δουλεύουμε, τον τρόπο που σκεφτόμαστε, τον τρόπο που γαμάμε.

Ήσασταν καλοί γείτονες σήμερα;

Ήσασταν καλά παιδάκια στο σχολείο;

Στο στρατό;

100 Likes

Να προστατέψουμε το έθνος από τις συντεχνίες, να φτιάξουμε και πρωτοβουλία κατά της απρόκλητης προβολής και υπερέκθεσης προτύπων, είπε η Εταιρία. Αυτή η σάπια μπάσταρδη χαβούζα που αυτόκλητα μας εκπαιδεύει και μας μαθαίνει ποιο είναι το πλαίσιο των επιλογών μας. Ποια είναι η θέση μας.  Είμαστε τα πρότυπα που διαφθείρουν τους νέους. Είμαστε τα λάθος πρότυπα που απειλούμε το έθνος. Είμαστε η σημαντική μειοψηφία του συνολικού πληθυσμού της ανθρωπότητας που μια μέρα θα σας χαλάσει τον ύπνο.

Ουπς!

200 Likes

300 Likes

Η πλειοψηφία δεν μπορεί να καταπιέζεται,είπε η Εταιρία. Η πλειοψηφία έχει πάντα δίκιο, είπε η Εταιρία. Ο Βλαδίμηρος Πούτιν έχει ήδη κερδίσει μία θέση στην ιστορία, είπε η Εταιρία, ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΤΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΤΕ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΤΕ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΜΑΣ έσκουξε η Εταιρία.

400 Likes

Αναμασώντας στερεότυπα και φτύνοντας υπερβολές. Καβουρδισμένες συμβουλές μάρκετινγκ σε ηθικοπλαστικά καλούπια. Το συλλογικό υποσυνείδητο.


500 Likes

Ε, εμείς εδώ στην Εταιρεία υπολογίζουμε και βασιζόμαστε στην καλοσύνη των ξένων. Στην εμπειρία της να εκφράζει την ηθική της πλειοψηφίας. Πόσο πιο γλυκιά, ανάλαφρη μα στερεή και βολικά υποκειμενική τούτη η καλοσύνη, ρε παιδί μου;

600 Likes

Η εγχώρια γκέι νομενκλατούρα τσιμουδιά, μη χαθεί καμιά μπίζνα και σωθούν τα βιζιτοτεκνά κι οι σκόνες. Ας βάλουν στον κώλο τους όλες τις χορηγίες του κόσμου, να μας αφήσουν μόνο το ουράνιο τόξο που ‘ναι βαμμένο απ’ το αίμα των μαχαιρωμένων φίλων μας.

700 Likes

Οποίος θέλει τους πούστηδες να τους πάρει σπίτι του, είπε η ανεξάρτητη ενημέρωση.

Οποίος θέλει τους πούστηδες να τους πάρει σπίτι του, συμφώνησε και  η Εταιρία.

Ο ναζισμός είναι μια θαυμάσια ευκαιρία για μπίζνες, συμφώνησαν κι οι δύο!

800 Likes

Ένα πρωί ο έφηβος Γιώργος έκοψε τις φλέβες του στην μπανιέρα, ήταν μια πράξη καταφανώς ρατσιστική απέναντι στην πλειοψηφία.

Ο Πέτρος γλύτωσε με λίγα μόνο ράμματα, ένα σπασμένο ζευγάρι γυαλιά και λίγους μώλωπες. Τον έσερναν στο δρόμο απ’ τα μαλλιά, τον έφτυναν, τον κλώτσαγαν, στο τέλος τον κατούρησαν στο πρόσωπο.

Και τη Σοφία την παντρέψαν στο χωριό να μη μάθει ο κόσμος τις πομπές της στην πόλη.

900 Likes

Μας την έχουν στημένη μελανοχιτώνες με γραβάτες, γένια τριών ημερών και πετσετέ φουλάρια.

Μας χέζουν την ελευθερία για λίγα ποπ κορν με λιωμένο βούτυρο και μια κοκακόλα λάϊτ.

Για ένα μπλοκμπάστερ.

1000 Likes


Σοκ;

1100 Likes

Δεν είναι η ομοφοβία ηλίθιε, είναι η εξουσία που δείχνει τα δόντια της.

Ο επόμενος είσαι ΕΣΥ!

Όχι εσύ. Εσύ ζεις στη συντήρηση. Το παιδί σου.

1200 Likes

Φασισμός δεν είναι μόνο οι μαχαιροβγάλτες που δρουν στα σκοτεινά, ο φασισμός είναι επίσης αισθητική και στάση ζωής. Αν ακόμα δεν έχεις διαλέξει στρατόπεδο ο φασίστας είσαι ΕΣΥ!

1300 Likes

1400 Likes

1500 Likes

1600 Likes

Είστε υπέρ της προκλητικής έκθεσης των συναισθηματικών εκδηλώσεων των ομοφυλοφίλων σε δημόσιους χώρους;

1700 Likes

Είστε ΥΠΕΡ της προκλητικής έκθεσης των συναισθηματικών εκδηλώσεων των ομοφυλοφίλων σε δημόσιους χώρους;

1800 Likes

Είστε ΥΠΕΡ της ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗΣ έκθεσης των ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ των ομοφυλοφίλων σε δημόσιους χώρους;

1900 Likes

ΧΥΔΑΙΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΠΟΥΣΤΡΑΚΙΑ, ΚΩΛΟΜΠΗΧΤΕΣ, ΑΔΕΡΦΕΣ ΞΕΣΚΙΣΜΕΝΕΣ, ΓΑΜΗΜΕΝΕΣ ΑΛΒΑΝΙΚΕΣ ΚΩΛΟΤΡΥΠΙΔΕΣ ΠΩΣ ΤΟΛΜΑΤΕ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΩΝ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ;

2000 Likes

«Κι αυτοί συμπολίτες σας είναι»
Μας γαμάνε τη ζωή 2000 συμπολίτες και μια Εταιρία

2000 Likes


2000 Likes

Τέλος καλό όλα καλά!

Κι αφού κανένας δεν τολμά

Κι όσοι τολμούν τιμωρούνται

Έτσι, βολικά

Αναπαυτικά

Κι ανέμελα

Μας σκοτώνουν

Με ένα κουμπί

Πληκτρολογίου


Μας σκοτώνουν




θορυβώδες ποστ, γραμμένο μαζί με τον silentcrossing
*Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του από σπλαχνικούς εμπόρους ίσων αποστάσεων*

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

άκου, να σας πω μιαν ιστορία

προχθές το βράδυ μετά από κούραση πολλή
και ίσως ένα παγωτό
πήρα τη μέγιστη απόφαση να σηκωθώ,
να διασχίσω τον σκοτεινό μου διάδρομο, 
τον μακριό
να πάω να κοιμηθώ

καθώς ξεκίνησα, βαριεστημένα κι άβουλα, ομολογουμένως
να περπατώ
στον σκοτεινό μου διάδρομο
τον μακριό
μες στο σκοτάδι 
και το ρημαδιό
- γιατί αμέλησα τις τελευταίες μέρες να συμμαζευτώ -
όλο και σκόνταφτα
εκεί κι εδώ
και καθυστέραγα 
να σηκωθώ
με αποτέλεσμα 
να νοσταλγώ
ένα φωτάκι
τόσο δα 
μικρό
απ' το καλό μου πορτατίφ
φίλο πιστό
που βοηθά συχνά 
ανιδιοτελώς
όταν διψώ 
μέσα στη νύχτα 
και δε βρίσκω το νερό
μου δείχνει πού είναι 
το αντικουνουπικό 
και άλλα διάφορα
σημαντικά
που κάνουν τα σκοτάδια λίγο πιο υποφερτά

καθώς λοιπόν σερνόμουν και σκεφτόμουν όλα αυτά
με παίρνει ο ύπνος 
στον διάδρομο
στα σκοτεινά!
σ' ορθή γωνία καθισμένη
και από κάτω
πλακάκια μάρμαρα 
- ούτε λόγος για χαλιά! -
και ονειρεύομαι: 

αδέσποτα σκυλιά
ένα σπιτάκι 
- μάλλον κοντά σε λιμανάκι -
μία μανταρινιά
αέρας της κουνάει τα κλαδιά
ρίχνει τα φύλλα της 
κατάχαμα
ένα παράθυρο δεν έκλεισε καλά
και κάνει θόρυβο
στα σκοτεινά
μι' άσπρη καρέκλα πλαστική
στα μπρούμητα, να προσκυνά
να φωσφορίζει μαγικά
λίγο να φέγγει από μακριά
καφές που γίνεται αργά
μυρίζει
φαίνεται από το παράθυρο
μες στο σπιτάκι μια σκιά που τριγυρίζει
ήταν το πορτατίφ μου που καπνίζει
βγαίνει στο κεφαλόσκαλο 
και μουρμουρίζει
κρατά μια κούπα στο καλώδιο-χέρι του
και τη γεμίζει 
με αποφάγια
κι όλο να μουρμουρίζει
ο ήλιος ν' ανεβαίνει
το πορτατίφ μοιρολογίζει
με τ' άλλο χέρι του με χαιρετίζει
χτυπά την κούπα στο πλακάκι
σα να φωνάζει ένα σκυλάκι
«ήχος-που-κάνουμε-με-τα-χείλη-επί-δύο-σαν-φιλάκι»
κι απ' το στενάκι
έρχεται μπουσουλώντας κι έρποντας
ένα ανθρωπάκι!
το πορτατίφ μου μπαίνει στο σπιτάκι
ο άνθρωπος σηκώνει το κεφάλι
και μυρίζει το αεράκι
πλησιάζει το κουπάκι
μπαίνει μπροστά, δε βλέπω
μα μάλλον τρώει το φαγάκι

άξαφνα πνίγομαι
καίγομαι
αναστενάζω
ρουφάω τις μύξες μου
τρομάζει 
παρατάει το φαγάκι
το πορτατίφ μου με κατακόκκινα τα μάτια με κοιτά απ' το παραθυράκι
μπορεί να θύμωσε που έδιωξα το ανθρωπάκι;

κι εγώ ξυπνάω 
να μη με πιάσει
με τα καλώδια-χέρια του
και με κρεμάσει
κι εγώ ξυπνάω
και προφανώς έχω διψάσει



Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Αμάν


Αναβρασμοί
Ανάκατοι 
Ανάμεσα
Αν τους ακούς
Αναμασούν
Αδιάκοπα
Αδιάφορα 
Αναζητούν
Αριστοτέλειες
Αριστερές
Άρρυθμες
Αναλγητικές
Αναρριχώμενες
Αναρχικές
Ανεπανάληπτες
και
Απροκάλυπτες
Απειροέλαχιστα
Ασπριδερές
Αναθυμιάσεις
Αβαρίες
Αρρωστιάρικες
Αρροθυμίες
Αναγνωρίζεις
Αυστηρές
Αναπηρίες
Άσ' το
Ανίδεε
και
Αθλιότατε
και 
Ανεπαρκή

Αφέψημα
Αναίμακτα
Αφίξεις
Ακατέβατα
Αναπολώ
και
Αίματα
Α' στο καλό
Αποχωρώ
Αφαίμαξη
Αφορισμοί
και 
Α πριόρι
Αναπνοή
Απαγορευτική
Αργή
Αργεί
Άλγος
Αφή
Απών
και
Αμοιβάδα
Αχ
Αψάδα

Ανακοπή

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Φρόυντα



Στον ύπνο μου ήμουνα, λέει, η Ζooey Deschanel κι έμενα σ' ένα νησί μπλε και άσπρο και το μπαλκονάκι μου ήταν μπλε και άσπρο και ήθελα να ανεβάσω μια παράσταση με κάποιους φίλους, γείτονες, γνωστούς, τον Κόμη Δράκουλα σε μιούζικαλ.

Έπρεπε, που λες να κάνω οντισιόν για τους ρόλους κι ήμουν πολύ απαιτητική αλλά όλοι οι υπόλοιποι φέρονταν σαν κωλόμωρα και κανείς δεν έδινε την πρέπουσα σημασία να γίνει η δουλειά μας σωστά και όμορφα κι οργανωμένα όπως έπρεπε, όπως ήθελα εγώ δηλαδή αφού εγώ ήμουν η σκηνοθέτις, επιτέλους πια!

Είχαμε μια αίθουσα σχολείου με μικρούτσικα θρανιάκια, δημοτικό θα ήταν, χρωματιστά και γλυκούτσικα, με ζωγραφιές στους τοίχους και πίνακα με μαρκαδόρους. Είχα μια κασετίνα με δυο μαρκαδόρους με διπλή μύτη, απ' αυτούς που απ' τη μια μεριά είναι στυλό κι από την άλλη μαρκαδόροι αλλά δεν ήθελα να τους χρησιμοποιήσω γιατί ήθελα οι φίλοι μου να σημειώσουν αυτά που θα έλεγα κι όχι να τα αντιγράψουν, παρ' όλα αυτά, επειδή είμαι πολύ οργανωτικός τύπος ήμουν προετοιμασμένη για όλα.

Φορούσα ένα φόρεμα μαύρο με άσπρες βούλες, όπως αυτά που φοράει η πραγματική Ζooey Deschanel στο New Girl αλλά μάλλον και στην πραγματική ζωή γιατί είναι λίγο τέτοια γλυκούλα με τις δαντελίτσες, τους φραμπαλάδες και τα γιακαδάκια της - και το δικό μου φόρεμα είχε γιακαδάκι. Τώρα που προσπαθώ να ξαναθυμηθώ μπορεί να μη φορούσα τελικά φόρεμα αλλά ένα ψηλοκάβαλο navy τρίτα τέταρτα παντελόνι κι ένα ιστιοπλοϊκό  κάρντιγκαν - μάλλον λόγω του νησιού όλα αυτά. Ναι, είναι πιο πιθανό να φορούσα κάτι τέτοιο παρά το φορεματάκι γιατί ποτέ στη ζωή μου δεν έχω φορέσει φόρεμα με τη θέλησή μου και μπορεί η φάτσα μου και η φωνή μου να ήταν της  Ζooey Deschanel αλλά η προσωπικότητα μας ήταν όλη δική μου. Εκτός ίσως από μερικά ψήγματα γλυκύτητας που εκείνη εκδηλώνει ενώ εγώ καταπιέζω αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας τώρα.

Το θέμα μας είναι ότι εγώ ήθελα να κάνουμε μια σοβαρή δουλειά, να γίνει η παράσταση ωραία και αξιόλογη, να διασκεδάσουμε κιόλας αλλά να μην το παρακάνουμε στη μαλακία και κανένας μα κανένας δε συμμεριζόταν αυτή μου τη διάθεση παρ' όλο που όλοι με εκτιμούσαν και με αγαπούσαν πολύ, με θαύμαζαν κιόλας διακριτικά και σίγουρα με εμπιστεύονταν αφού βασίστηκαν εξ ολοκλήρου επάνω μου για να γίνει αυτή η παράσταση αλλιώς δε θα γινόταν καθόλου και όλοι θέλαμε να γίνει.

Δε μπορούσα να καταλάβω αυτή την ανεμελιά ενώ είχαμε να κάνουμε κάτι πολύ συγκεκριμένο και μηδαμινό που αν του αφιερώναμε λίγο από τον χρόνο μας θα τελείωνε πολύ γρήγορα και δε θα χρειαζόταν να ξανασχοληθούμε μαζί του!

Όλοι γελούσαν με τους δίπλα και τους πίσω τους, πηγαινοέρχονταν και τριγυρνούσαν δεξιά κι αριστερά, κάποιοι τραγούδησαν σε κάποια φάση, εγώ φώναζα για ν' ακουστώ, υπήρχαν σερπαντίνες, άνθρωποι μπαινόβγαιναν στην αίθουσα ντυμένοι δράκουλες, τώρα που το σκέφτομαι ήταν σίγουρα Χάλοουϊν γιατί υπήρχαν γλυκά και ζαχαρωτά παντού.

Μπορεί να φαίνεται απ' αυτά που λέω πως γενικά ήμουν σε πανικό αλλά θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι και  προς δική μου έκπληξη δεν ήμουν καθόλου καταβεβλημένη από όλη αυτή την άναρχη και αυθόρμητη κατάσταση παρ' όλο που φώναζα και ίσως να χτύπησα τα πόδια μου σαν άλογο στην ξύλινη έδρα κάποια στιγμή. Ο εκνευρισμός που με διέκρινε καθώς και η ταραχή, το άγχος και η υστερία ενώ στην κανονική, μη ονειρική ζωή προέρχονται από μέσα μας, είναι συναισθήματα, ψυχικές καταστάσεις που προκαλούνται από εξωτερικούς παράγοντες, στο όνειρο ήταν απλά γνωρίσματα, χαρακτηριστικά όπως για παράδειγμα η στραβή μύτη ή η πλατυποδία, δεν επηρέαζαν δηλαδή άμεσα την συμπεριφορά μου ή την νοητική μου κατάσταση.

Γι' αυτό είχε τόση πλάκα αυτό το όνειρο που μιμήθηκε απόλυτα ένα ιδανικό περιβάλλον ηρεμίας ακόμα και σε καταστάσεις όπου σύμφωνα με την λογική, τη μνήμη και την εμπειρία θα επηρέαζαν τη νοητική κατάσταση και θα δημιουργούσαν αρνητικά συναισθήματα.

Και βασικά δεν ξέρω τι σκατά όνειρο ήταν αυτό και γιατί τώρα εκ των υστέρων την είδα έτσι περίεργα κι αναλυτικά αλλά να, το έκανα, δικό μου είναι το μπλογκ, ό,τι θέλω θα γράφω, άμα θέλω να θυμώνω εύκολα θα θυμώνω εύκολα, άμα θέλω να είμαι ξινή και στρίγγλα θα είμαι και δε θα ρωτήσω και κανέναν, άμα θέλω να ταράζομαι με χαζά θα ταράζομαι, ό,τι θέλω γω θα μ' ενοχλεί και μ' ό,τι θέλω θα αγχώνομαι κι άμα θέτε να μ' αγαπήσετε έτσι, αγαπήστε με, δεν παίρνετε γουρούνι στο σακί, καταλάβατε, λοιπόν, πού το πάω;

Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Βουμ βουμ



Βουμ βουμ
Ο ήχος της ηλεκτρικής της σκούπας
Ανομολόγητα νοσταλγικός
Ώριμοι, ενήλικες οι συνειρμοί
Σαν φρούτα
Ανακατεύονται σαν πανικός

Ραβδιά και κύκλοι
Ασπριδερά σε μαύρο φόντο
Σαν αρτ ντεκώ ταπετσαρία αχανής
Οι ακούσιες σκέψεις μας
Αλλοιωμένες απ’ τον χρόνο
Μα η μάζα τους σφιχτή και εγγενής

Βουμ Βουμ
Ο ήχος της ηλεκτρικής μας σκούπας
Ηχητικές αναθυμιάσεις, ασφαλείς
Αροθυμίες, αναγυρέματα, εκκρίσεις
Ορμονικά αποτυπώματα ζωής

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Αντζούγιες



Αντζούγιες
Άθλιες, γκρινιάρικες, ανεύθυνες, πανάλμυρες αντζούγιες
Να τι είστε
Αναμασάτε, καταπίνετε και φτύνετε
Τρελλά λογάκια
Σαν αλογάκια
Αφηνιασμένα
Λυσσασμένα
Κόκκινα
Αρρωσταίνετε
Όταν υπάρχει η υποψία
-η σκιά-
Κάποιου σφάλματος
Σ’ αυτά που βλέπετε ή ακούτε
Δυσανεκτείτε
Φιδομαζεύεστε
Πορδορροείτε
Αναταράζεστε
Ειρωνικώς πλατειάζετε
Τάχα μου φιλικώς προσκείμενοι υστεριάζετε
Ταυτίζετε
Χωρίζετε
Μυρίζετε
Αλληλομαρκαρίζεστε
Δυο μέτρα και σταθμά αφορίζετε
Μα στο φινάλε
Πάλι στα δυο στοιχίζεστε
Ανακατεύοντας
Κερδίζετε
Κι οι δυο μεριές
Κοκοροσύνη
Ξεχειλίζετε
Μαζεύεστε
Δε μαζεύεστε
Ανυποχώρητοι
Πάνω στην τελευταία λέξη αυνανίζεστε
Πολλά ονόματα
Ημερομηνίες
Ξεσκαρταρίσματα
Ανοησίες
Μοναχοπαίδια
Συντηρητικές οσίες
Κακοδιαχείριση
Στοκ με βλακείες
Ανενημέρωτες
-εξεπιτούτου απλουστευμένες-
Κοροϊδίες
Κακοκαρδίες
Παιχνιδάκια
Ιστορίες
Ανακατέματα
Ψεύτικα αίματα
Χωρίς υπόσταση
Κατηγορίες
Πλισέ
Κλισέ
Πανάρχαιες
Μπαχαλεμένες
Μπαλωμένες
Ρημαδοστέκονται
Ανάπηρες
Και με το ζόρι στηριγμένες
Κουρασμένες

Πολύ
Απείρως
Και
Ανέκαθεν
Από αρχής
Και
Εξ αιτίας ανοχής
Μιγαδικής
Παραπλανητικής
Ιστορικής

Αντζούγιες
Απροσδιόριστα απαίσιες
-Παρά την ασημένια ομορφιά της πρώτης ύλης-
Γενικευμένες
και
Μονάκριβες
Πανάλμυρες
και
Λυσσαλέες
Αρειμάνιες
Αντζούγιες
Περιωπής

Πεθάντε ή ησυχάσετε τρόπον τινά

Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Mακριά μου να φύγεις, τρεις φορές*


[μία]

"άκου τι γλύκα που 'χει ο Γαβαλάς, Χαρούλα..." 

Πάνος Γαβαλάς, 
ο "φινετσάτος", 
ο ΕΛΑΣίτης, 
ο γράψων και πρώτος τραγουδήσας μανιφικαμάν,
τα λόγια είναι για τους Νομπελίστες και τους φλώρους, 
για λεπτομέρειες εδώ.


[δύο]

Η Ελενάρα η Λαβίδα
 με τ' όνομα και τη χάρη 
γιατί σα λαβίδα, 
άπαξ κι έπιασε κι έβγαλε φωνή 
ο κόσμος σείστηκε και λέει: 
αυτή μιλάει σαν τραγουδάει, 
από τη ρίζα μου κι η ρίζα μ' τρέμει.
Έτσι είπε ο κόσμος, 
- ο συμπαντικός
κι όχι ο κόσμος που λέμε εμείς
"έχει κόσμο" 
κι εννοούμε πολλά άτομα - 
και της έδωκε μια κλωτσιά της Ελενίτσας
τότε
και την πέταξε μέσα στη φωτιά 
και της έμαθαν τσιγγάνοι 
ν' αναπνέει 
και να περπατάει στα κάρβουνα 
και της έμαθαν Ηπειρώτες βουνίσιοι 
να φτύνει λέξεις
και να σβήνει τις φωτιές 
και της έμαθαν όμορφοι νησιώτες 
να γελάει όσο πονάει 
για να μη φοβάται, 
γάργαρα και καθαρά.
μετά την πέταξε ο κόσμος
στα μπαράκια 
για να μάθει να βραχνιάζει λίγο
και της έδωσε τσιγάρα και ποτά
για να γίνει η βραχνάδα πιο μεστή 
κι ύστερα γλυκά τηγανητά με σιρόπι 
για να θυμηθεί
ότι
άλλο σαντούρι 
άλλο μπουζούκι 
άλλο κεμεντζές 
και πόσο ίδια είναι. 


Γεια σου Βιτάλη Ελένη, άξια


[δυόμιση]

Ύστερα, 
όταν πέρασε το μιλένιουμ κι ήρθανε κι άλλες 
που νομίσαμε ότι μοιάζαν της Ελένης 
και το νόμισαν κι αυτές, 
μπλέξανε λίγο τα πράματα, 
γιατί ναι μεν οι φωνές υπήρχαν αυτούσιες 
και τα πρόσωπα σχετίζονταν με πρόσωπα 
που ήταν σαν την Ελένη, 
μα τα στρώματα 
αν τα 'ξυνες λίγο λίγο με το νύχι αμέσως έφευγαν 
κι αντί για πράσινο του δάσους και φωτιά και βογγητό, 
έβλεπες και προπάντων μύριζες βερνίκι πιάνου 
και καπνίλα από ροκ μπαρ 
που παίζαν γκανς εν ρόζις 
ή τεκέδες κνίτικους 
ή ακόμα πιο άσχημα, 
το βρωμερό χαρτί της σούπερ Κατερίνας, 
και δε λέω 
καλά είν' κι αυτά και μάλιστα πολύ καλά 
μα όταν πάει ο νους σου στα τραγούδια 
δε μένεις μόνο στο να μιμηθείς 
το αχ της Ελενάρας ή τους ευγενικούς λαρυγγισμούς του Γαβαλά, 
μα προσπαθείς να σταματήσεις να υφίστασαι ως έχεις 
και να γίνεις μία τρίχα 
στα μαλλιά κάποιας τσιγγάνας 
και ένα νύχι δεξιού χεριού 
οργανοπαίχτη σε μπουάτ, 
μια στην Αθήνα και μια στην Αστόρια. 

Κατάλαβες;

Ελεονώρα, η του Ζουγανέλη


[τρεις φορές]

Από την άλλη μπάντα όμως 
είναι και κάτι παιδιά 
που τα σνομπάρουμε εμείς οι έτσι 
γιατί είναι λούμπεν, 
και είναι όντως δηλαδή, 
όχι όλα 
μα κάποια.

Ε, εκείνα τα παιδιά τα λούμπεν, 
τα αληθινά τα λούμπεν 
κι όχι τα βαλκανο/ισπανομπίτ, 
ε, αυτά πιότερο πλησιάζουνε στις σκόνες της Ελένης και του Πάνου 
γιατί ρουφήξαν άλλες σκόνες 
και φάγανε πατώματα 
και γύρισαν 
και βόλταραν και σε πατάρια 
που τα λες και πανηγύρια σκοτεινά 
και δουλεύαν απ' τα δώδεκα 
κι ας σου ακούγεται "ρετρώ" και "βίνταζ" 
σε 'σένα 
που τα βλέπεις όλα πια 
με φίλτρο ίσταγκραμ. 

Και σ' επαρχίες 
ψώνισαν και ψωνίστηκαν 
και βιάστηκαν 
και τ' αγαπήσανε λεφτάδες 
και κάναν και ζημιές για πάρτη τους 
και ύστερα τους κάναν και ταινίες, 
για τις ιστορίες τους τις μύριες, 
που ποτέ δεν έπαιξαν οι ίδιοι μέσα 
κι ίσως ποτέ δε θα τις δουν 
μα τα τραγούδια που γραφτήκανε 
από λουμπενολάγνους 
κουλτουριάρηδες 
με μπούκλες 
και γυαλιά 
που εμπνεύστηκαν από 'κείνα τα παιδιά, 
ε 
εκείνα τα παιδιά τα τραγουδάνε, 
τα ίδια τα τραγούδια αυτά, 
στο δεύτερο πρόγραμμα, 
μπροστά από τραπέζια με ουίσκια 
και με τις μυρωδιές των πούρων μες τα μούτρα τους 
και δεν τους ενοχλεί, 
μάθανε ν' αγαπάνε 
και τα πούρα 
και τις κοιλιές
και τα λουλούδια 
και κυρίως τις λουλουδούδες, 
κι έχοντας χαράξει από τα πριν 
δύο τρεις γραμμές 
για δύναμη 
στον δίσκο πίσω από το μόνιτορ του ντράμερ 
τις ρουφάνε 
κάθε που έχει τη μεγάλη εισαγωγή 
και ύστερα σηκώνονται, 
πατάν στα ψηλοτάκουνα και τα λουστρίν, 
φτιάχνουν τον μπούστο 
"γιατί κάνουμε σόου, πρώτα πρώτα, αδερφέ μου" 
και μοναχά τους τυραννιούνται για να λυτρωθείς εσύ**

Πάολα Φωκά, η Χαλκιδικιώτισσα





__

*σημείωμα: το παρόν πρωτοδημοσιεύτηκε στο  The Despicable Truth στις 31 Γενάρη του 2012 και βρίσκεται ακόμα εκεί  στην ορίτζιναλ μορφή του μαζί με άλλα ξεχασμένα ή αποκηρυγμένα. Ας μην ξεχνάμε ότι το τιουμπρλ είναι από την αρχή το φυσικό περιβάλλον του Βρασίδα και όχι της Βήτα Λάμδα, παρ' όλο που σε μερικές περιπτώσεις τα δύο αυτά προσωπεία εναρμονίζονται και ευθυγραμμίζονται, οπότε και τα βρίσκουνε, να πούμε, γι' αυτό και μερικές φορές κάποια από τα κείμενα βόσκουνε και στις δύο γειτονιές. Κατάλαβες;

**στίχοι από το τραγούδι Το 'πα, το 'κανα του Φ. Δεληβοριά. Συμμετέχει ο Θ. Βέγγος.

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

metaΣταυρούπολη ή Ιωάννα



- Πιάσε το μπουκάλι, γρήγορα!

Ένα κρατς από γυαλί που σπάει και ήχοι φλόγας που χυμάει ελευθερωμένη από τις στενές σχέσεις που την περιόριζαν ως υγρό σιγοντάρουν την ησυχία του απογεύματος. Συνηθισμένοι ήχοι της κατεστραμμένης πόλης, όπως τα έντομα και τ’ άγρια ζώα στις εξοχές, οι εκρήξεις  οι φωτιές, οι γδούποι πια δεν κάνουνε καμιά εντύπωση κι όλα κυλούν όπως η άμμος στην έρημο, ησυχασμένα, αθόρυβα· χωρίς κανείς να το προσέχει η έρημος απλώνεται, η έκτασή της μεγαλώνει· ξυπνάς μια μέρα και βρίσκεται δίπλα σου βουνό, ξυπνάς μια μέρα και βρίσκεται κάτω απ’ το παράθυρό σου, μέσα στο σπίτι σου, στα ρούχα σου, στο φαγητό σου, μέσα σου· κι εσύ απλά αλλάζεις θέση μαζί της, εναρμονίζεσαι, εκτοπίζεσαι λίγο, φτιάχνεις το σχήμα σου, φωλιά, κουκούλι, περιμένεις, γίνεσαι νυχτόβιος κι ας περπατάς τη μέρα, ξέρεις, η μέρα χάθηκε, δεν θα ξαναυπάρξει όπως την ήξερες, είναι όλα αντανάκλαση στην άμμο.

Η γειτονιά τις έχει συνηθίσει αυτές τις φλόγες, που μοιάζουνε με ξέσπασμα, αλλά δεν είναι· κάθε άλλο παρά ξέσπασμα, πιο πολύ μοιάζουν με συνήθεια, ίσως άμα σκεφτούμε οντολογικά η ύπαρξή τους κι ο σκοπός τους να είναι τέτοιου είδους μα τώρα πια η αρχή ή το τέλος δεν έχουν σημασία κι ούτε και το ενδιάμεσο, εδώ που τα λέμε. Τίποτα δεν έχει την ίδια σημασία κι όλα γίνονται επειδή, έτσι, γίνονταν, διαμορφώθηκαν, συνεχίζουν να διαμορφώνονται, θα γίνονται μέχρι μια ολική καταστροφή ή κάτι τέτοιο. Ή μια ολική αναγέννηση. Μια αποκάλυψη, τελοσπάντων.

Το σχολείο στη μέση, υπερμέγεθες  πιάνει μόνο του σχεδόν ένα τετράγωνο, λειτουργεί υποτυπωδώς, πιο πολύ σαν φύλαξη ανηλίκων παρά σαν κέντρο παιδείας και μεταλαμπάδευσης της γνώσης· έτσι κι αλλιώς ακόμη κι όταν λειτουργούσε ήδη έννοιες σαν αυτές ήταν ευτελισμένες και οι ρίζες τους χάνονταν βαθιά στον χρόνο και τις αξίες. Στέκεται τώρα όρθιο κλουβί, ξεφλουδισμένο, αρρωστιάρικο, σαν κακιασμένος γέρος, γυμνό και κρεμασμένο· αδυνατεί να ξεχωρίσει το πριν, το τώρα, έχει την άνεση της σιγουριάς· έτσι το χτίσανε - Πάντα θα υπάρχει η ανάγκη για την παιδεία, δεν νομίζετε κι εσείς, αγαπητοί εκπαιδευτικοί, διευθυντάδες, συμβούλοι, δήμαρχοι, περιφερειάρχες  βουλευτές, αγαπημένοι σύμμαχοι στον εκσυγχρονισμό, σύντροφοι και συνοδοιπόροι στον δύσκολο δρόμο που ασφαλτοστρώνουμε της ανάπτυξης, έτσι δεν είναι, ε, τι λέτε κι εσείς; - σίγουρο, αγέρωχο και ξεφτισμένο εξαρχής, άσχετα με τα ψιμύθια που φορτώσανε στις κρύες αίθουσές του για να μοιάζει επίτευγμα του μέλλοντος· οθόνες, μπαταρίες, μοντέρνα τέχνη, μπαρόκ ουρλιαχτά, η ιστορία, η θεωρία, η πράξη, η επιμορφωτική αηδία, η άρρωστη ησυχία, καθαρή τραπεζαρία, πράσινη, λοβοτομημένη ηρεμία για παραγωγικότητα, για ελευθερία, για ισότητα, για τη ναυτία· φάσμα· ήρθε όμως αυτό το μέλλον και τα διάσημα αυτά του επιτεύγματα, δεν του μοιάζουν καθόλου· πιο πολύ θυμίζουν εκτρωματικές αναθυμιάσεις, άχρηστα εξαμβλώματα, εικόνες από παραισθήσεις αυτόκλητων μεσιανίζοντων οραματιστών· κοντόφθαλμες μετουσιώσεις φτήνιας και φιλοδοξιών ταυτίστηκαν με μια εικόνα που δεν είδαμε ποτέ κι ούτε θα δούμε κάποτε· ήμασταν ίσως πολύ απασχολημένοι με το να την φανταζόμαστε που ξεχάσαμε να αρχίσουμε τη μεγαλόπρεπη και μεγαλεπήβολη κατασκευή της· οι ιδέες, ω! οι ιδέες, είναι πραγματικά το πιο σημαντικό πράγμα, είναι η αρχή των πάντων, είναι η ουσία αλλά αυτή η ουσία είναι τόσο άυλη που αν δε μπορείς να την αδράξεις και να της δώσεις έστω την ύλη που έχει για παράδειγμα ένας ισχνός ιστός αράχνης, κάτι τόσο αέρινο και μαλακό που καταστρέφεται πανεύκολα αν το προλάβεις στη γέννα, μα απλώνεται και σε πνίγει έτσι και αδιαφορήσεις για την ύπαρξή του, αν δεν είσαι λοιπόν ικανός να κάνεις την ουσία ύλη αυτή εξαφανίζεται, φεύγει από τα μάτια σου, το μυαλό σου· αλλά είναι ύπουλη και τιμωρεί τους αδιάφορους· δε χάνεται, κρύβεται· μένει κάπου μέσα, διαλυμένη, διυλισμένη σε διάφορα υποπροϊόντα κι αφήνει την επίγευσή της σε πράγματα που κατάφερες να κάνεις ύλη· κι εσύ ενώ είσαι ευχαριστημένος που κρατάς δική σου ύλη στα χέρια σου είσαι δυστυχισμένος γιατί αυτή η ύλη σου θυμίζει κάτι που δε μπόρεσες να κάνεις, σου τρώει ζωή, είναι μιζέρια και τα επόμενά σου έργα θα ‘ναι όλα καλυμμένα απ’ αυτή τη σκόνη, νεκρό σώμα, νεκρή ιδέα, σωματίδια, οι σαχλαμάρες που σε πνίγουν έγιναν ύλη τελικά και είναι δικό σου έργο, συγχαρητήρια, κατάφερες να εγκλωβιστείς μες στον ιστό σου, χαζό έντομο, απίθανη η εξέλιξή σου, όπως την ονειρεύεσαι.

Η ώρα πέντε το απόγευμα, μέσα καλοκαιριού κι όμως η ζέστη δεν είναι ανυπόφορη, δεν είναι καν ζέστη αφού το ελαφρό, περιοδικό ρεύμα εξαναγκάζει τα θερμά σώματα να νιώθουν ρίγος αραιά και πού. Τα μαγαζιά που έχουν απομείνει σ’ αυτήν την ξεχασμένη τοποθεσία είναι όλα κλειστά, ακόμα κι εκείνα που δεν κλείνουν ποτέ, οι τζαμαρίες τους είναι σκοτεινές και τα ρολά κατεβασμένα· ξεχασμένες ανάσες ενώνονται με τα ρεύματα από τα ανοιχτά παράθυρα και οι μυρωδιές ανακατεύονται μεταξύ τους· πώς να διαφοροποιηθείς όταν η μυρωδιά σου μπερδεύεται με κάποια ξένη; Αναθυμιάσεις εύφλεκτων υγρών και πλαστικού ρημάζουν την αναβίωση του ήσυχου πάλαι ποτέ καλοκαιρινού απογεύματος, ακίνητες αιωρούνται πάνω από κοιμισμένα κεφάλια γέρων, μύγες στα τραπέζια λεηλατούν τα ψίχουλα, τηλεοράσεις ανοιχτές ξερνάνε βουητό, χαρτιά παντού – όχι βιβλία, αυτά είναι στοίβες στοίβες μες στη σκόνη ακουμπισμένα στη γωνία – όπλα για το κυνήγι δίπλα στα κρεβάτια, στα κομοδίνα χάπια για πίεση, αντιβιοτικά, αγχολυτικά, σταγόνες για την πίεση στα μάτια, χάπια αντιφλεγμονώδη, χάπια για πυρετό και πουθενά θερμόμετρο, χάπια οργανικά, χάπια ομοιοπαθητικής, χάπια βιολογικά, βάλσαμα, κρέμες, αλοιφές, κεριά και βάμματα, αιθέρια έλαια μυρωδικά, αφορισμένα χαρτομάντηλα κλινέξ στο πρώτο συρτάρι, χρησιμοποιημένα, ζέχνουνε μοναξιά, τριβή αλλιώτικη αυτή που ζει κανείς με τον εαυτό του, ό,τι για εσένα είναι ουράνιο είν’ για τον άλλον ρίπος και βρωμιά, ανήμερα σεξουαλικά υποβοηθήματα στα πιο κρυφά συρτάρια της ζωής μας, πουδραρισμένα, ανεξάρτητα, χλευαστικά, να περιμένουν την επόμενή τους χρήση, ντούρα κι ανέγγιχτα από το πέρασμα του χρόνου, σ’ όλα τα χρώματα, φανατισμένα φαντασμαγορικά φαντάσματα, υποχείρια κι όμως αφεντικά, ακόμα και χωρίς τις μπαταρίες.

Ο δρόμος έξω απ’ το παράθυρο απλώνεται νωχελικά, μαύρος, καμένος δρόμος, αχνίζει, ζέχνει· η αραιή κίνηση αυτή την ώρα είναι η τελευταία ελπίδα αυτού του δρόμου, είναι ο βηματοδότης που δίνει ρυθμό σε μια καρδιά κατεστραμμένη από τις καταχρήσεις και τα πάθη, η ευτυχία ήρθε, είδε, έκατσε, προσπέρασε, αυτόματα ποτίστηκε κι ωρίμασε η εγωπάθεια κι η εσωστρέφεια έδωσε τη θέση της στο συλλογικό – μιλάμε ακόμα για τον δρόμο.
Πόδια που περπατάν αυτόν τον δρόμο δεν υπάρχουν πια παρά μονάχα σπάνια. Συνήθως τρέχουνε τα πόδια που περνούν από εδώ, κυνηγημένα είτε κυνηγώντας, αναστενάζοντας ή ουρλιάζοντας, μηχανικά, χτυπάνε τα τακούνια τους, σαν άλογα πριν τη μεγάλη κούρσα.

Δυο ρόδες μπαίνουν στο προσκήνιο στριγκλίζοντας. Δυο πόδια κατεβαίνουν κι ακουμπάν το ένα την άσφαλτο τ’ άλλο το πεζοδρόμιο. Άλλα δυο πόδια, γυναικεία, κατεβαίνουν το ένα μετά το άλλο και στέκονται δίπλα στις δυο ρόδες, σκυμμένα, άγρια, ανήσυχα, κάτι ψελλίζουν στ’ άλλα πόδια, κάτι κρυφό, οι ρόδες γέρνουν προς το μέρος τους, η κίτρινη αδιακρισία του καλοκαιριού και των γειτόνων δεν κατάφερε να διεισδύσει στην απόκρυφη στιγμή που ζουν τα πόδια, πάει τελείωσε, τα πρώτα πόδια ανεβαίνουν, οι ρόδες ξεκινάνε και μένουν μόνα τους τα δεύτερα, αργά και σταθερά ορθώνουνε το ανάστημά τους και οδηγούν έναν αξιοθαύμαστο κορμό να οδηγήσει σ’ ένα αρκετά αξιοθαύμαστο κεφάλι· ανήσυχο κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, ανασκουμπώνεται, το χέρι τρίβει τον αυχένα, ακούγονται τα κόκαλα κι οι χόνδροι, το άλλο χέρι ψάχνει μες στην τσέπη, βρίσκει ένα πακέτο μάλμπορο λάητς μαλακό και αναπτήρα μπικ μικρό, τραβάει ένα, το ανεβάζει στα σκισμένα, ματωμένα χείλη, το ανάβει, φυσάει έξω τον καπνό, το αφήνει να ξεκουραστεί στα δύο ταλαιπωρημένα χείλη και προχωρά, χαϊδεύοντας σαν ξένο, δυο σκούρα βλέφαρα, ένα σκισμένο φρύδι, ένα καρούμπαλο στο μέτωπο και κάτι γρατζουνιές, ξύνει το νύχι του αντίχειρα δυο ξεραμένες σταγονίτσες αίμα και εκτιμώντας πως, εντάξει, υπάρχουν και χειρότερα, δίνει ένα χάδι σιγουριάς το χέρι στο κεφάλι, περνώντας μέσα από τα κοντοκουρεμένα, βαμμένα ξανθά μαλλιά.

Η ησυχία του απογεύματος παραλογίζεται και μένει πιο αθόρυβη από ποτέ, συνωμοτώντας με τα αδιάκριτα γερόντια, άνθρωποι-μούμιες, ζουν ξεχνώντας να πεθάνουν· παρακολουθούν το θέαμα και τους θυμίζει μια ιδέα που ‘χει γίνει δίχτυ και τους πνίγει, μια ιδέα που ζει μόνη της, αυτόνομα και δεν έχει πια τίποτα να κάνει με τους ίδιους. Ρίχνουν τα μάτια τους στη νεαρή μορφή που στέκεται στον δρόμο, ρίχνουν τα αδηφάγα μάτια τους, κρεμάν τα χέρια τους απ’ τα παράθυρα και τα σαγόνια τους τρεμάμενα, αφήνουν το κλαψούρισμά τους να γίνει ήχος και να χυθεί έξω, στον αέρα.

Εκείνη, η μορφή, με τα σκισμένα παντελόνια και τα αίματα, μικροτραυματισμοί από ποιος ξέρει τι είδους τρέλα, τεντώνεται και λιάζεται ηρεμώντας τις πληγές της και καπνίζοντας, διώχνοντας από πάνω της τη σκόνη, αναπνέοντας μαγεύει τους κρυφούς της θεατές που ρουθουνίζοντας βλέπουν τους πόρους απ’ το ερεθισμένο απ’ τον πόνο δέρμα της να ανοιγοκλείνουν· όσο εκείνη ηρεμεί τόσο λυσσάνε τα αδιάκριτα γερόντια και οι ανάσες τους που μόνο ρυπαρές μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε, δυναμώνουν, λες κι ο σκοπός τους είναι να ενωθούνε όλες μαζί, να μπούνε στον αέρα ανακατεύοντας, να ταξιδέψουνε και να χωθούνε ύπουλα και βρώμικα, λαθραία, στα ρουθούνια της, στη ρινική κοιλότητα, στους πνεύμονες, στο αίμα της, να μοιραστούν τη ζέστη του κορμιού της, το αίσθημα του πόνου, την πείνα για ζωή της, το τσούξιμο, τη νικοτίνη που τρυπάει το στομάχι της, την όρεξη για έναν καφέ ζεστό, παρ’ όλο που είναι καλοκαίρι, τη φευγαλέα σκέψη μέσα σ’ όλα αυτά των άλλων ποδιών στις δύο ρόδες και την ευχάριστη ανατριχίλα που την ακολουθεί, το αδιόρατο χαμόγελο, το ανασήκωμα των ώμων και την αφροδισιακά χαριτωμένη κίνηση του κεφαλιού που πάει μαζί, κι όλα σαν σύνολο σημαίνουν «δε με νοιάζει».

Έτσι κρέμονται απ’ τα παράθυρα, νικημένοι από τον χρόνο, περιμένοντας το τέλος, μήτε που λογαριάζουν ποιο θα είναι, λυσσομανάνε μόλις νιώσουνε ζωή και τη ρουφάνε σαν δική τους, ξέρουν ότι είναι δανεική, γι’ αυτό ρουφάνε μανιωδώς, ανακατεύονται, ποδοπατιούνται, δεν τους χωρίζουν τοίχοι και έπιπλα όσο τους ενώνει η δανεική ζωή· μα κι αυτή δεν κρατάει πολύ, έρχεται η ώρα που η μορφή – η όποια μορφή ξεπέφτει καταλάθος μέσα σ’ αυτόν τον βάλτο – ενοχλείται, νιώθει τον βρώμικο αέρα και απορεί που δυσκολεύεται να αναπνεύσει σε τόση ανοιχτωσιά, νιώθει αδύναμη και η σιγουριά της απορροφάται από έναν φόβο αδιόρατο, συνειδητοποιεί τη παρανοϊκή ησυχία, παρατηρεί τη νοσηρή πλατεία, το γέρικο σχολειό της κρύβει τη θέα, της κρύβει την πόλη, της κρύβει τη ζωή· θέλει να φύγει από δω πέρα· νιώθει βαριά κι ασήκωτη· σιχαμένη· τελειωμένη· ανυπεράσπιστη· σηκώνει τα μάτια της στα σκοτεινά παράθυρα· μόνο σκοτάδι· κάνει έναν κύκλο με το βλέμμα· αφιερώνει ένα ανάθεμα και δυο βρισιές που ούτε κι εκείνη ξέρει σε ποιον απευθύνονται, πιο πολύ σαν ξόρκι και σαν προσευχή· ανακατώνει τα ξανθά μαλλιά της, φτύνει και λίγο σάλιο με αίμα και πίσσα που έχει μαζευτεί στο στόμα της και φεύγει αγέρωχη και νέα από αυτόν τον τάφο.