Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

metaΣταυρούπολη ή Ιωάννα



- Πιάσε το μπουκάλι, γρήγορα!

Ένα κρατς από γυαλί που σπάει και ήχοι φλόγας που χυμάει ελευθερωμένη από τις στενές σχέσεις που την περιόριζαν ως υγρό σιγοντάρουν την ησυχία του απογεύματος. Συνηθισμένοι ήχοι της κατεστραμμένης πόλης, όπως τα έντομα και τ’ άγρια ζώα στις εξοχές, οι εκρήξεις  οι φωτιές, οι γδούποι πια δεν κάνουνε καμιά εντύπωση κι όλα κυλούν όπως η άμμος στην έρημο, ησυχασμένα, αθόρυβα· χωρίς κανείς να το προσέχει η έρημος απλώνεται, η έκτασή της μεγαλώνει· ξυπνάς μια μέρα και βρίσκεται δίπλα σου βουνό, ξυπνάς μια μέρα και βρίσκεται κάτω απ’ το παράθυρό σου, μέσα στο σπίτι σου, στα ρούχα σου, στο φαγητό σου, μέσα σου· κι εσύ απλά αλλάζεις θέση μαζί της, εναρμονίζεσαι, εκτοπίζεσαι λίγο, φτιάχνεις το σχήμα σου, φωλιά, κουκούλι, περιμένεις, γίνεσαι νυχτόβιος κι ας περπατάς τη μέρα, ξέρεις, η μέρα χάθηκε, δεν θα ξαναυπάρξει όπως την ήξερες, είναι όλα αντανάκλαση στην άμμο.

Η γειτονιά τις έχει συνηθίσει αυτές τις φλόγες, που μοιάζουνε με ξέσπασμα, αλλά δεν είναι· κάθε άλλο παρά ξέσπασμα, πιο πολύ μοιάζουν με συνήθεια, ίσως άμα σκεφτούμε οντολογικά η ύπαρξή τους κι ο σκοπός τους να είναι τέτοιου είδους μα τώρα πια η αρχή ή το τέλος δεν έχουν σημασία κι ούτε και το ενδιάμεσο, εδώ που τα λέμε. Τίποτα δεν έχει την ίδια σημασία κι όλα γίνονται επειδή, έτσι, γίνονταν, διαμορφώθηκαν, συνεχίζουν να διαμορφώνονται, θα γίνονται μέχρι μια ολική καταστροφή ή κάτι τέτοιο. Ή μια ολική αναγέννηση. Μια αποκάλυψη, τελοσπάντων.

Το σχολείο στη μέση, υπερμέγεθες  πιάνει μόνο του σχεδόν ένα τετράγωνο, λειτουργεί υποτυπωδώς, πιο πολύ σαν φύλαξη ανηλίκων παρά σαν κέντρο παιδείας και μεταλαμπάδευσης της γνώσης· έτσι κι αλλιώς ακόμη κι όταν λειτουργούσε ήδη έννοιες σαν αυτές ήταν ευτελισμένες και οι ρίζες τους χάνονταν βαθιά στον χρόνο και τις αξίες. Στέκεται τώρα όρθιο κλουβί, ξεφλουδισμένο, αρρωστιάρικο, σαν κακιασμένος γέρος, γυμνό και κρεμασμένο· αδυνατεί να ξεχωρίσει το πριν, το τώρα, έχει την άνεση της σιγουριάς· έτσι το χτίσανε - Πάντα θα υπάρχει η ανάγκη για την παιδεία, δεν νομίζετε κι εσείς, αγαπητοί εκπαιδευτικοί, διευθυντάδες, συμβούλοι, δήμαρχοι, περιφερειάρχες  βουλευτές, αγαπημένοι σύμμαχοι στον εκσυγχρονισμό, σύντροφοι και συνοδοιπόροι στον δύσκολο δρόμο που ασφαλτοστρώνουμε της ανάπτυξης, έτσι δεν είναι, ε, τι λέτε κι εσείς; - σίγουρο, αγέρωχο και ξεφτισμένο εξαρχής, άσχετα με τα ψιμύθια που φορτώσανε στις κρύες αίθουσές του για να μοιάζει επίτευγμα του μέλλοντος· οθόνες, μπαταρίες, μοντέρνα τέχνη, μπαρόκ ουρλιαχτά, η ιστορία, η θεωρία, η πράξη, η επιμορφωτική αηδία, η άρρωστη ησυχία, καθαρή τραπεζαρία, πράσινη, λοβοτομημένη ηρεμία για παραγωγικότητα, για ελευθερία, για ισότητα, για τη ναυτία· φάσμα· ήρθε όμως αυτό το μέλλον και τα διάσημα αυτά του επιτεύγματα, δεν του μοιάζουν καθόλου· πιο πολύ θυμίζουν εκτρωματικές αναθυμιάσεις, άχρηστα εξαμβλώματα, εικόνες από παραισθήσεις αυτόκλητων μεσιανίζοντων οραματιστών· κοντόφθαλμες μετουσιώσεις φτήνιας και φιλοδοξιών ταυτίστηκαν με μια εικόνα που δεν είδαμε ποτέ κι ούτε θα δούμε κάποτε· ήμασταν ίσως πολύ απασχολημένοι με το να την φανταζόμαστε που ξεχάσαμε να αρχίσουμε τη μεγαλόπρεπη και μεγαλεπήβολη κατασκευή της· οι ιδέες, ω! οι ιδέες, είναι πραγματικά το πιο σημαντικό πράγμα, είναι η αρχή των πάντων, είναι η ουσία αλλά αυτή η ουσία είναι τόσο άυλη που αν δε μπορείς να την αδράξεις και να της δώσεις έστω την ύλη που έχει για παράδειγμα ένας ισχνός ιστός αράχνης, κάτι τόσο αέρινο και μαλακό που καταστρέφεται πανεύκολα αν το προλάβεις στη γέννα, μα απλώνεται και σε πνίγει έτσι και αδιαφορήσεις για την ύπαρξή του, αν δεν είσαι λοιπόν ικανός να κάνεις την ουσία ύλη αυτή εξαφανίζεται, φεύγει από τα μάτια σου, το μυαλό σου· αλλά είναι ύπουλη και τιμωρεί τους αδιάφορους· δε χάνεται, κρύβεται· μένει κάπου μέσα, διαλυμένη, διυλισμένη σε διάφορα υποπροϊόντα κι αφήνει την επίγευσή της σε πράγματα που κατάφερες να κάνεις ύλη· κι εσύ ενώ είσαι ευχαριστημένος που κρατάς δική σου ύλη στα χέρια σου είσαι δυστυχισμένος γιατί αυτή η ύλη σου θυμίζει κάτι που δε μπόρεσες να κάνεις, σου τρώει ζωή, είναι μιζέρια και τα επόμενά σου έργα θα ‘ναι όλα καλυμμένα απ’ αυτή τη σκόνη, νεκρό σώμα, νεκρή ιδέα, σωματίδια, οι σαχλαμάρες που σε πνίγουν έγιναν ύλη τελικά και είναι δικό σου έργο, συγχαρητήρια, κατάφερες να εγκλωβιστείς μες στον ιστό σου, χαζό έντομο, απίθανη η εξέλιξή σου, όπως την ονειρεύεσαι.

Η ώρα πέντε το απόγευμα, μέσα καλοκαιριού κι όμως η ζέστη δεν είναι ανυπόφορη, δεν είναι καν ζέστη αφού το ελαφρό, περιοδικό ρεύμα εξαναγκάζει τα θερμά σώματα να νιώθουν ρίγος αραιά και πού. Τα μαγαζιά που έχουν απομείνει σ’ αυτήν την ξεχασμένη τοποθεσία είναι όλα κλειστά, ακόμα κι εκείνα που δεν κλείνουν ποτέ, οι τζαμαρίες τους είναι σκοτεινές και τα ρολά κατεβασμένα· ξεχασμένες ανάσες ενώνονται με τα ρεύματα από τα ανοιχτά παράθυρα και οι μυρωδιές ανακατεύονται μεταξύ τους· πώς να διαφοροποιηθείς όταν η μυρωδιά σου μπερδεύεται με κάποια ξένη; Αναθυμιάσεις εύφλεκτων υγρών και πλαστικού ρημάζουν την αναβίωση του ήσυχου πάλαι ποτέ καλοκαιρινού απογεύματος, ακίνητες αιωρούνται πάνω από κοιμισμένα κεφάλια γέρων, μύγες στα τραπέζια λεηλατούν τα ψίχουλα, τηλεοράσεις ανοιχτές ξερνάνε βουητό, χαρτιά παντού – όχι βιβλία, αυτά είναι στοίβες στοίβες μες στη σκόνη ακουμπισμένα στη γωνία – όπλα για το κυνήγι δίπλα στα κρεβάτια, στα κομοδίνα χάπια για πίεση, αντιβιοτικά, αγχολυτικά, σταγόνες για την πίεση στα μάτια, χάπια αντιφλεγμονώδη, χάπια για πυρετό και πουθενά θερμόμετρο, χάπια οργανικά, χάπια ομοιοπαθητικής, χάπια βιολογικά, βάλσαμα, κρέμες, αλοιφές, κεριά και βάμματα, αιθέρια έλαια μυρωδικά, αφορισμένα χαρτομάντηλα κλινέξ στο πρώτο συρτάρι, χρησιμοποιημένα, ζέχνουνε μοναξιά, τριβή αλλιώτικη αυτή που ζει κανείς με τον εαυτό του, ό,τι για εσένα είναι ουράνιο είν’ για τον άλλον ρίπος και βρωμιά, ανήμερα σεξουαλικά υποβοηθήματα στα πιο κρυφά συρτάρια της ζωής μας, πουδραρισμένα, ανεξάρτητα, χλευαστικά, να περιμένουν την επόμενή τους χρήση, ντούρα κι ανέγγιχτα από το πέρασμα του χρόνου, σ’ όλα τα χρώματα, φανατισμένα φαντασμαγορικά φαντάσματα, υποχείρια κι όμως αφεντικά, ακόμα και χωρίς τις μπαταρίες.

Ο δρόμος έξω απ’ το παράθυρο απλώνεται νωχελικά, μαύρος, καμένος δρόμος, αχνίζει, ζέχνει· η αραιή κίνηση αυτή την ώρα είναι η τελευταία ελπίδα αυτού του δρόμου, είναι ο βηματοδότης που δίνει ρυθμό σε μια καρδιά κατεστραμμένη από τις καταχρήσεις και τα πάθη, η ευτυχία ήρθε, είδε, έκατσε, προσπέρασε, αυτόματα ποτίστηκε κι ωρίμασε η εγωπάθεια κι η εσωστρέφεια έδωσε τη θέση της στο συλλογικό – μιλάμε ακόμα για τον δρόμο.
Πόδια που περπατάν αυτόν τον δρόμο δεν υπάρχουν πια παρά μονάχα σπάνια. Συνήθως τρέχουνε τα πόδια που περνούν από εδώ, κυνηγημένα είτε κυνηγώντας, αναστενάζοντας ή ουρλιάζοντας, μηχανικά, χτυπάνε τα τακούνια τους, σαν άλογα πριν τη μεγάλη κούρσα.

Δυο ρόδες μπαίνουν στο προσκήνιο στριγκλίζοντας. Δυο πόδια κατεβαίνουν κι ακουμπάν το ένα την άσφαλτο τ’ άλλο το πεζοδρόμιο. Άλλα δυο πόδια, γυναικεία, κατεβαίνουν το ένα μετά το άλλο και στέκονται δίπλα στις δυο ρόδες, σκυμμένα, άγρια, ανήσυχα, κάτι ψελλίζουν στ’ άλλα πόδια, κάτι κρυφό, οι ρόδες γέρνουν προς το μέρος τους, η κίτρινη αδιακρισία του καλοκαιριού και των γειτόνων δεν κατάφερε να διεισδύσει στην απόκρυφη στιγμή που ζουν τα πόδια, πάει τελείωσε, τα πρώτα πόδια ανεβαίνουν, οι ρόδες ξεκινάνε και μένουν μόνα τους τα δεύτερα, αργά και σταθερά ορθώνουνε το ανάστημά τους και οδηγούν έναν αξιοθαύμαστο κορμό να οδηγήσει σ’ ένα αρκετά αξιοθαύμαστο κεφάλι· ανήσυχο κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, ανασκουμπώνεται, το χέρι τρίβει τον αυχένα, ακούγονται τα κόκαλα κι οι χόνδροι, το άλλο χέρι ψάχνει μες στην τσέπη, βρίσκει ένα πακέτο μάλμπορο λάητς μαλακό και αναπτήρα μπικ μικρό, τραβάει ένα, το ανεβάζει στα σκισμένα, ματωμένα χείλη, το ανάβει, φυσάει έξω τον καπνό, το αφήνει να ξεκουραστεί στα δύο ταλαιπωρημένα χείλη και προχωρά, χαϊδεύοντας σαν ξένο, δυο σκούρα βλέφαρα, ένα σκισμένο φρύδι, ένα καρούμπαλο στο μέτωπο και κάτι γρατζουνιές, ξύνει το νύχι του αντίχειρα δυο ξεραμένες σταγονίτσες αίμα και εκτιμώντας πως, εντάξει, υπάρχουν και χειρότερα, δίνει ένα χάδι σιγουριάς το χέρι στο κεφάλι, περνώντας μέσα από τα κοντοκουρεμένα, βαμμένα ξανθά μαλλιά.

Η ησυχία του απογεύματος παραλογίζεται και μένει πιο αθόρυβη από ποτέ, συνωμοτώντας με τα αδιάκριτα γερόντια, άνθρωποι-μούμιες, ζουν ξεχνώντας να πεθάνουν· παρακολουθούν το θέαμα και τους θυμίζει μια ιδέα που ‘χει γίνει δίχτυ και τους πνίγει, μια ιδέα που ζει μόνη της, αυτόνομα και δεν έχει πια τίποτα να κάνει με τους ίδιους. Ρίχνουν τα μάτια τους στη νεαρή μορφή που στέκεται στον δρόμο, ρίχνουν τα αδηφάγα μάτια τους, κρεμάν τα χέρια τους απ’ τα παράθυρα και τα σαγόνια τους τρεμάμενα, αφήνουν το κλαψούρισμά τους να γίνει ήχος και να χυθεί έξω, στον αέρα.

Εκείνη, η μορφή, με τα σκισμένα παντελόνια και τα αίματα, μικροτραυματισμοί από ποιος ξέρει τι είδους τρέλα, τεντώνεται και λιάζεται ηρεμώντας τις πληγές της και καπνίζοντας, διώχνοντας από πάνω της τη σκόνη, αναπνέοντας μαγεύει τους κρυφούς της θεατές που ρουθουνίζοντας βλέπουν τους πόρους απ’ το ερεθισμένο απ’ τον πόνο δέρμα της να ανοιγοκλείνουν· όσο εκείνη ηρεμεί τόσο λυσσάνε τα αδιάκριτα γερόντια και οι ανάσες τους που μόνο ρυπαρές μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε, δυναμώνουν, λες κι ο σκοπός τους είναι να ενωθούνε όλες μαζί, να μπούνε στον αέρα ανακατεύοντας, να ταξιδέψουνε και να χωθούνε ύπουλα και βρώμικα, λαθραία, στα ρουθούνια της, στη ρινική κοιλότητα, στους πνεύμονες, στο αίμα της, να μοιραστούν τη ζέστη του κορμιού της, το αίσθημα του πόνου, την πείνα για ζωή της, το τσούξιμο, τη νικοτίνη που τρυπάει το στομάχι της, την όρεξη για έναν καφέ ζεστό, παρ’ όλο που είναι καλοκαίρι, τη φευγαλέα σκέψη μέσα σ’ όλα αυτά των άλλων ποδιών στις δύο ρόδες και την ευχάριστη ανατριχίλα που την ακολουθεί, το αδιόρατο χαμόγελο, το ανασήκωμα των ώμων και την αφροδισιακά χαριτωμένη κίνηση του κεφαλιού που πάει μαζί, κι όλα σαν σύνολο σημαίνουν «δε με νοιάζει».

Έτσι κρέμονται απ’ τα παράθυρα, νικημένοι από τον χρόνο, περιμένοντας το τέλος, μήτε που λογαριάζουν ποιο θα είναι, λυσσομανάνε μόλις νιώσουνε ζωή και τη ρουφάνε σαν δική τους, ξέρουν ότι είναι δανεική, γι’ αυτό ρουφάνε μανιωδώς, ανακατεύονται, ποδοπατιούνται, δεν τους χωρίζουν τοίχοι και έπιπλα όσο τους ενώνει η δανεική ζωή· μα κι αυτή δεν κρατάει πολύ, έρχεται η ώρα που η μορφή – η όποια μορφή ξεπέφτει καταλάθος μέσα σ’ αυτόν τον βάλτο – ενοχλείται, νιώθει τον βρώμικο αέρα και απορεί που δυσκολεύεται να αναπνεύσει σε τόση ανοιχτωσιά, νιώθει αδύναμη και η σιγουριά της απορροφάται από έναν φόβο αδιόρατο, συνειδητοποιεί τη παρανοϊκή ησυχία, παρατηρεί τη νοσηρή πλατεία, το γέρικο σχολειό της κρύβει τη θέα, της κρύβει την πόλη, της κρύβει τη ζωή· θέλει να φύγει από δω πέρα· νιώθει βαριά κι ασήκωτη· σιχαμένη· τελειωμένη· ανυπεράσπιστη· σηκώνει τα μάτια της στα σκοτεινά παράθυρα· μόνο σκοτάδι· κάνει έναν κύκλο με το βλέμμα· αφιερώνει ένα ανάθεμα και δυο βρισιές που ούτε κι εκείνη ξέρει σε ποιον απευθύνονται, πιο πολύ σαν ξόρκι και σαν προσευχή· ανακατώνει τα ξανθά μαλλιά της, φτύνει και λίγο σάλιο με αίμα και πίσσα που έχει μαζευτεί στο στόμα της και φεύγει αγέρωχη και νέα από αυτόν τον τάφο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: