Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Ένα. Δύο. Τρία.




Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέντε. Έξι. Εφτά.

Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέντε. Έξι. Εφτά.
Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέντε. Έξι. Εφτά.
Πάλι.
Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέντε. Έξι. Εφτά.
-Όσο και να το κάνω τίποτα, διάολε! είπε φωναχτά κι ευχήθηκε να μην είχε ξυπνήσει το Κουραμπιέδι, γιατί μετά δε θα το ‘πιανε ύπνος και θα ‘πρεπε να το βγάλει βόλτα μες το χάραμα. Σήκωσε διακριτικά το κεφάλι του και κοίταξε έξω απ’ το δωμάτιο, ακριβώς στη γωνία του μπάνιου με το χολ. Εντάξει δεν είχε κουνηθεί καν.

-Σιγά μην κουνιόσουνα τεμπέλικο, σήμερα περπάτησες ένα τέταρτο πάνω απ’ το κανονικό και ψόφησες! Μωρέ τι μου ‘ρθε να σε πάρω εσένα, παιδί να γένναγα μόνος μου λιγότερη φροντίδα θα ‘θελε! είπε πάλι λίγο πιο δυνατά αυτή τη φορά με την κρυφή ελπίδα ο σκύλος να τον ακούσει και να φιλοτιμηθεί να του ρίξει έστω μια ματιά, εκείνος όμως συνηθισμένος στις συχνές αϋπνίες του Ορέστη Σταχτάρα γύρισε απλώς πλευρό ρουθουνίζοντας.

Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέντε. Έξι. Εφτά.

-Ούτε για πλάκα. Πάλι τα ίδια, για πέμπτη φορά μέσα σ’ αυτήν την έρμη τη βδομάδα που δε με πιάνει ύπνος. Και να πεις ότι είμαι ξεκούραστος; Πού τέτοια τύχη; Σκατά. Σήκω. Μάλιστα. Έτσι μπράβο.

Οι μεταμεσονύχτιοι και όχι μόνο διάλογοι με τον εαυτό του ήταν πλέον συχνό φαινόμενο και δεν τον τρόμαζαν πια. Στην αρχή είχε ανησυχήσει βεβαίως ειδικά όταν το παρατήρησε η Αρχοντή, στο γραφείο.

-Να, είναι σα ν’ ανοίγεις σοβαρή κουβέντα, κύριε Ορέστη, μόνο που μιλάς κι απ’ τις δυο μεριές εσύ, του είπε όταν τη ρώτησε τι εννοεί.

Στην αρχή δεν την πίστεψε, ύστερα όμως έπιασε τον εαυτό του κάνα δυο φορές να παραμιλάει και σκιάχτηκε.

«Ρε λες να τρελαθήκαμε στο άνθος της ηλικίας μας; Καλά καλά δεν έχουμε πατήσει τα πενήντα πέντε ρε Ορέστηηη!» σκεφτόταν και κλαιγότανε για κάμποσο καιρό μέχρι που απ’ τον τρόμο του μήπως τα χάνει και με την παρότρυνση της Αρχοντής που τον πρόσεχε, όσο να πεις, γιατί παιδιά δεν είχε, να κάπως σαν πατέρα της, πήρε τηλέφωνο τον φίλο του τον γιατρό και του είπε το και το.

Πόσο γέλασε ο γιατρός με τον τρόμο του Σταχτάρα! Τον ήξερε χρόνια πολλά και ήξερε τι περίεργος και στραβός ήταν και υποχόνδριος όσο δεν πάει. Ήξερε επίσης ότι ο μόνος άνθρωπος που κατάφερε να κάνει αυτό το στραβόξυλο συμβιώσιμο με κανονικούς ανθρώπους και να το εντάξει στην κατηγορία αυτών που ανήκουν στο κοινωνικό σύνολο, ήταν η μακαρίτισσα η γυναίκα του η Χρυσάνθη, το χρυσάνθεμο, όπως την έλεγε και ήξερε ότι από τότε που την έχασε ένιωθε πάλι μόνος κι έρημος και πιο στραβός από τα πριν.

-Μη φοβάσαι ρε χέστη, δε σου ‘στριψε, του ‘πε γελώντας ο γιατρός αφού τον εξέτασε, πιο πολύ για το κέφι του παρά για να βρει κάτι λάθος.

-Ε και τότε ρε κομπογιαννίτη γιατί κάνω μίτινγκ μόνος μου; Με τι κουβεντιάζω, με το συκώτι μου;

-Γέρασες, Σταχτάρα, κι όχι μόνο είσαι στραβός από γεννησιμιού σου, σε χτυπάνε κι οι ρευματισμοί. Χάλια είναι τα νεύρα σου.

-Σοβαρέψου, τράγο.

-Καλά. Να σου πω τώρα ποιο είν’ το θέμα σου. Είσαι μόνος σου ρε κούτσουρο. Τέσσερα χρόνια τώρα επί καθημερινής βάσεως ανταλλάσεις δυο-τρεις κουβέντες μόνο με την Αρχοντή, ας ειν’ καλά το κορίτσι και δε φτάνει μόνο αυτό, τη δουλειά σου έχει δυο χρόνια που την κάνεις με αλληλογραφία, έμαθες και το ίντερνετ, τρομάρα σου! Τι περιμένεις μυαλό είν’ αυτό θα τσινίσει. Δεν είναι μαθημένο στις μοναξιές!

-Και τι προτείνεις ρε Φρόυντ, πάρω καμιά ομάδα μπάσκετ μες στο σπίτι να μιλάμε όποτε μου κάνει κέφι;

-Άκου να δεις στριμμένο άντερο δική σου είναι η ζωή και κάν’ την ό, τι στον κόρακα θέλεις, εγώ ένα μόνο θα σου πω. Μπορεί τώρα να μην έχεις τίποτα παρά μόνο την γκρίνια και την υστερία σου, μπορεί να είσαι λοιπόν γερός σα βόδι, αλλά αύριο μεθαύριο άμα συνεχίσεις έτσι θα σου στρίψει στ’ αλήθεια.

-Α, να σου πω…

-Ναι, βρε, ξέρουμε, πάντα έτσι ήσουνα, δε σήκωνες πολλά πολλά, δεν ήθελες σούρτα φέρτα και τα τοιαύτα, αλλά τότε βρε βλήτο ήσουνα είκοσι χρονών και να μην ήθελες στριμένε, το σώμα σου μόνο του πήγαινε. Και σε χορούς και σε ξενύχτια και γιορτές κι ας γκρίνιαζες στη γωνιά σου, σημασία έχει ότι συναναστρεφόσουν. Μετά ήρθε και το άγιο το χρυσάνθεμο και σ’ έκανε λίγο άνθρωπο, πώς το κατάφερε ακόμα απορώ, και είκοσι χρόνια όλο και κάπου ξεκουνιόσουνα να πας, λίγο να δεις κάναν άνθρωπο, να πεις μια ξινισμένη καλησπέρα όλο και κάτι έκανες. Δεν έκανες;

-Έκανα.

-Τώρα τι κάνεις;

-Τι κάνω, ντε;

-Τίποτα, βρε κεφάλα, τίποτα.

Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέντε. Έξι. Εφτά.

-Σα να ‘χεις δίκιο, μου φαίνεται.

-Βέβαια έχω.

Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέντε. Έξι. Εφτά.

Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέντε. Έξι. Εφτά.

-Για λέγε λοιπόν, έριξε τις άμυνές του ο Σταχτάρας.

Ξεκαρδίστηκε από μέσα του ο γιατρός μα το ‘παιξε σοβαρός και αδιάφορος να τον ψήσει λίγο ακόμα τον κυρ-Ορέστη, έτσι για να μάθει.

-Σαν τι να πω, δηλαδή;

-Ε συνέχισε αυτό που έλεγες…

Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέντε. Έξι. Εφτά.

-Για το μυαλό μου…

-Ε ναι, σου είπα, συνέχισε το παιχνίδι ο γιατρός, αν συνεχίσεις έτσι θα σε φωνάζω Γκόλφω!

Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέντε. Έξι. Εφτά.


Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέντε. Έξι. Εφτά.

Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέντε. Έξι. Εφτά.

Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέντε. Έξι. Εφτά.

Φυσούσε ξεφυσούσε ο Ορέστης Σταχτάρας, αυτό που ήθελε να ρωτήσει και τον έκαιγε δεν έβγαινε απ’ το στόμα του. Μετρούσε μέχρι το εφτά κι έλεγε στο μυαλό του, μόλις φτάσει, θα ρίξει τα μούτρα του να ρωτήσει αλλά μπα.

Τον είδε έτσι ο γιατρός που σα να είχε κοκκινίσει απ’ το ζόρι και, τι να κάνει, τον λυπήθηκε τον φίλο του, γιατί μπορεί να ‘ταν παράξενος και γκρινιάρης αλλά κακός δεν ήτανε. Μπορεί να ήταν δύσκολος αλλά σαν το μυαλό του Σταχτάρα σπάνια έβρισκες έξω. Ο καλύτερος ιδιωτικός ντετέκτιβ στη Βόρειο Ελλάδα με χιλιάδες λυμένες υποθέσεις στο συρτάρι του, εκατοντάδες απ’ αυτές σοβαρές, εξωτερικός συνεργάτης της αστυνομίας παρ’ όλο που δεν του άρεσε και δεν παινευόταν γι’ αυτό. Ο Ορέστης ο Σταχτάρας είχε στείλει μέσα ολόκληρη σπείρα αρχαιοκάπηλων, είχε εξαρθρώσει συμμορία εμπόρων ναρκωτικών με παρακλάδια που απλώνονταν σ’ όλη την Ελλάδα και περνούσαν στα Βαλκάνια και την Ιταλία κι όλα αυτά ολομόναχος. Πώς να δουλέψει άλλωστε με άλλον άνθρωπο; Τώρα χρειαζόταν για μια φορά βοήθεια που στο κάτω κάτω ο γιατρός ήταν υποχρεωμένος να  παρέχει και να, που δε μπορούσε να τη ζητήσει! Εντυπωσιακό!

-Άκου να δεις Σταχτάρα, είναι κατακαλόκαιρο. Ο κόσμος είναι συνέχεια έξω. Ακου να δεις τι θα κάνεις, θα βγαίνεις δυο ώρες περίπατο την ημέρα, κατά τις 8 που πέφτει ο ήλιος.

-Με περπάτημα θα σωθώ, γιατρέ μου; ρώτησε ειρωνικά ο δικός μας, μέσα του όμως ανάσαινε με ανακούφιση που του ‘δωσε την πάσα ο άλλος.

-Άσε τα χαζά σου και πρόσεχε. Πρέπει να αποκτήσεις συναναστροφές. Θα βγαίνεις έξω, θα πάρεις τηλέφωνο αυτήν την καημένη την αδερφή σου που μαθαίνει τα νέα σου από την Αρχοντή, θα της κάνεις και μια επίσκεψη όταν νιώσεις έτοιμος. Ύστερα θα έρχεσαι μια φορά τη βδομάδα που μαζευόμαστε οι παλιοί στο σπίτι και πίνουμε κάνα τσίπουρο, και μην τολμήσεις να μου πεις μα και μου γιατί θα σε πάρει ο διάολος.

-Μάλιστα, ντόκτορ.

-Το να μιλάς μόνος σου δεν είναι κακό.

-Καλά.

-Καλάθια! Φύγε τώρα, έχουμε και δουλειές.

-Α, να σου πω, ξεγάνωτε, όλα κι όλα! Παραπήρες θάρρος.

-Συγνώμη, παρασύρθηκα, είπε μετανιωμένος που το παρατράβηξε ο γιατρός.

-Άιντε, γέλασε που τον είδε να μαζεύεται ο Ορέστης, χαλάλι σου! Φεύγω και να με πάρεις τηλέφωνο! πρόσταξε, αντί για ευχαριστώ.

«Τι τρελός άνθρωπος!» σκεφτόταν όσο τον ξεπροβόδιζε και του ‘δινε το χέρι ο γιατρός.

-Απίστευτος! μονολόγησε κι έκλεισε την πόρτα.

Ξαφνικά σαν κάτι να θυμήθηκε, την ξανάνοιξε και τον είδε δυο βήματα παραπέρα.

-Ε, Απίστευτε Σταχτάρα, του φώναξε κι εκείνος γύρισε.
 Ξέχασα να σου πω. Να πάρεις σκύλο.