Γνώρισα μια φορά έναν, κάπου, σε κάποιο μπαρ, που έλεγε πολλά.
Γνώρισα κι άλλον κι άλλον.
Κι ύστερα κι άλλους κι άλλους.
Και κοίτα σύμπτωση, αυτά που λέγαν μοιάζανε!
Και τότε δεν καταλάβαινα.
Εντάξει κάτι μου θύμιζαν όλοι τους αλλά δεν το καταλάβαινα.
Και άκουγα.
Κάθε φορά.
Με πρόσεχαν δε μπορώ να πω.
Και τα ποτά μου πλήρωναν και τα τσιγάρα μου άναβαν και το παλτό τους μου έριχναν στους ώμους αν τύχαινε και κρύωνα.
Και στην πόρτα με περίμεναν να βγω, να μπω πρώτη και το χέρι μου κρατούσαν.
Μια φορά πήγα να πω κάτι σε έναν.
Ήταν καλός.
Δεν έδειξε τίποτα.
Πλήρωσε το ποτό μου, άναψε το τσιγάρο του και το δικό μου.
Μου άνοιξε και την πόρτα.
Με φίλησε στο μάγουλο και μου είπε ευγενικά «καληνύχτα».
Δεν τον ξανάδα.
Κατάλαβα.
Όχι γιατί είμαι έξυπνη.
Το είχα δει κάποτε γραμμένο σ’ έναν τοίχο.
«Οι γυναίκες που σιωπούν, καίγονται»
Δεν υπάρχουν σχόλια: