Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Sweet Sixteen



Μου είχαν δώσει τις μπάλες της προθέρμανσης να τις έχω στο δικό μου αμάξι για το αυριανό παιχνίδι. Δεν ξέρων γιατί σε ‘μένα, συνήθως δε με βάζουν ν’ ασχολούμαι με τέτοιες δουλειές γιατί ξεχνάω τα ραντεβού  ή δεν ξυπνάω αρκετά νωρίς για να ‘μαι στην ώρα μου. Έτσι έγινε κι αυτή τη φορά.
Μπήκα τρέχοντας στο κλειστό γήπεδο φορώντας ακόμα τα γυαλιά μου και κρατώντας το δίχτυ με τις μπάλες. Η προθέρμανση είχε ήδη αρχίσει αλλά ευτυχώς ο προπονητής (που είναι αδερφός της μάνας μου και συνεπώς θειος μου, ένας χαζούλιακας σφίχτης) είχε άλλες ασχολίες, σημαντικότερες απ’ το να κάνει φασαρία ως συνήθως για τα δεκαπέντε λεπτά της αργοπορίας μου. Παράτησα λοιπόν κι εγώ το δίχτυ κοντά στους πάγκους κι εξαφανίστηκα αμέσως. Κανείς δεν ψάχνει το μπελά του κυριακάτικα με λίγο ύπνο και χωρίς καφέ.
Α, καφές! Το κυλικείο του γηπέδου έχει έναν απαίσιο, φθηνό, του κιλού, να σου πω όμως ένα μυστικό; Εμένα η κυριούλα που το ‘χει με συμπαθεί και μου βάζει απ’ τον καλό, με δυο γεμάτες ως απάνω, ξεγυρισμένες κουταλιές! Έναν τέτοιον θέλω τώρα, για να στρώσω.
Εκεί έξω υπάρχει μια αναστάτωση, δε μπορώ όμως να καταλάβω το γιατί.
Θα πρέπει να κοιμάμαι ακόμα γιατί δεν κατάλαβα επίσης πότε βρέθηκα, αντί να πίνω τον καφέ που μόλις παρήγγειλα, να βοηθάω δυο κορίτσια να κουβαλήσουν κάτι χαρτόνια για την ετήσια εκδήλωση της ομάδας.
«Άντε μανάρι μου, εσύ που ξες το χώρο, άιντε να βοηθήσεις τις κοπέλες»
Η κυριούλα; Κάποιος που καθόταν εκεί γύρω; Ούτε που θυμάμαι ποιος μου το ‘πε. Το ‘κανα όμως.
Άρχισα να λειτουργώ μόλις αναγκάστηκα να επικοινωνήσω με τα κορίτσια.
«Πού πρέπει να τα πάμε;»  με ρώτησε η μία απ’ αυτές.
«Ε, στην αποθήκη, μάλλον. Τουλάχιστον προσωρινά» απάντησα παρατηρώντας την κοπέλα που μίλησε. Ήταν χαριτωμένη. Μελαχρινή με σκούρα μαλλιά και μαύρα μάτια. Είχε ωραίο στόμα. Χείλη μεστά και κάτι δόντια άσπρα και μεγάλα. Ήταν ευχάριστο να τη βλέπει κανείς.
Αφήσαμε τα χαρτόνια στα σκοτεινά γιατί η λάμπα της μεγάλης αποθήκης ήταν γι’ ακόμη μια φορά καμένη. Η μελαχρινή κοπέλα άναψε την οθόνη του κινητού της και κοίταξε τα πράγματα που φέραμε.
«Έχει κι άλλα, ε;» ρώτησε.
«Ναι, άλλη μια διαδρομή» απάντησε το άλλο κορίτσι «Πήγαινε εσύ με τ’ αμάξι να τα πάρεις απ’ το τυπογραφείο κι εγώ θα ετοιμάσω τον χώρο εδώ πέρα. Θα με βοηθήσεις, ε;» γύρισε σ’ εμένα.
Την κοίταξα. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα σ’ έναν κότσο, πρόχειρα, στην κορυφή του κεφαλιού της και κάτι ατίθασες τούφες που είχαν δραπετεύσει απ’ το σύνολο, πετούσαν δεξιά κι αριστερά.
«Βέβαια! Αφού πιούμε πρώτα μια γουλιά καφέ!» απάντησα ευδιάθετα.
«Τέλεια!» είπε και μου χαμογέλασε πίσω.
Πήραμε τους καφέδες μας απ’ το πάσο που ήταν αφημένοι.
«Για πες εσύ που ξέρεις, μανάρι μου, πώς θα γίνει να βάλουμε λίγο φως εκεί μέσα για να κάνουμε τη δουλειά μας, αφού βέβαια πιούμε πρώτα μια γουλιά καφέ;» με ρώτησε γελώντας.
«Κάτι θα κάνουμε και για ‘σας!» της αντιγύρισα στον ίδιο τόνο κι άφησα τον έρμο καφέ μου αφού όμως πρώτα τράβηξα μια γενναία ρουφηξιά.
Μπήκαμε στη σκοτεινή αποθήκη, εγώ μπροστά μ’ εκείνη πίσω μου.
«Κάπου υπάρχει μια κούτα με λάμπες θαμμένη εδώ μέσα, για να τη βρούμε όμως θ’ ανάψουμε το φως από ένα μικρό, τόσο δα δωματιάκι, κάτι το οποίο βέβαια είναι αρκετά δύσκολο γιατί οι διακόπτες δυστυχώς βρίσκονται ψηλά, πίσω από μια βιβλιοθήκη. Επίσης δε μπορούμε να μπούμε μέσα μέσα στο δωμάτιο γιατί ακριβώς μπροστά απ’ την πόρτα έχει πολλά πολλά κουτιά.»
«Αα…»
«Κοίτα, λοιπόν, τι θα κάνουμε. Θα πατήσω εγώ πάνω σ’ αυτό» είπα και έδειξα έναν πάκο χαρτιά «και θα τραβήξω το τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης που δεν είναι βιδωμένο για να γείρει, εντάξει; Εσύ θα περάσεις κάτω από τα χέρια μου…»
«Ανάμεσα;»
«Ναι, και θα πατήσεις κι εσύ πάνω στα χαρτιά, θα βάλεις το χέρι σου πίσω από το ράφι και θ’ ανοίξεις το φως. Οκέι;»
«Γιαβόλ μάιν κομαντάντ!» είπε και με χαιρέτησε στρατιωτικά.
Πράγματι, ανέβηκα στον πάκο και τράβηξα με τα χέρια μου το ράφι. Ύστερα το κορίτσι πάτησε ανάμεσα στα πόδια μου κι ανέβηκε μπροστά μου.
Έσκυψα διακριτικά και μύρισα το άρωμά της. Έλα, παραδέξου το, το κάνεις κι εσύ. Πόσες φορές δεν έχεις κρατήσει την αναπνοή σου για να εισπνεύσεις λίγα δευτερόλεπτα αργότερα με δύναμη το άρωμα του κοριτσιού με το οποίο πρόκειται να διασταυρωθείς; Και πόσες φορές δε χαμογέλασες χαζά συνεχίζοντας να περπατάς, αφού το έκανες;
Έτσι κι εγώ. Τη μύρισα κλείνοντας τα μάτια, όσο εκείνη έψαχνε τους διακόπτες.
«Ουφ, δεν το βρίσκω!» γκρίνιαξε απότομα και μ’ έβγαλε απ’ τις σκέψεις μου. «Τα παρατάω, γέμισα σκόνες» είπε και γύρισε απότομα πρόσωπο προς εμένα.
«Εντάξει, θα το βρω εγώ» απάντησα και άφησα το ράφι στη θέση του, περιμένοντας από ‘κείνη να τραβηχτεί στην άκρη. Εκείνη όμως δεν κουνήθηκε. Έμεινε εκεί που στεκόταν, πάνω στο πακέτο με τα χαρτιά, εκεί που στεκόμασταν κι οι δυο, μέσα στο μισοσκόταδο.
Ούτ’ εγώ κουνήθηκα. Δεν είναι ότι περίμενα να φύγει από τη μέση πια. Κάτι άλλο συνέβαινε εκείνη την ώρα.
Το μικρό, παραγεμισμένο δωματιάκι φωτιζόταν  από δύο μόνο ακτίνες φωτός που σκερτσόζικα έμπαιναν μέσα, από δυο τρυπούλες, χαραμάδες ανάμεσα στους πύργους χαρτούρας που φτάναν μέχρι το ταβάνι κι όπως για ‘μένα είναι φυσικό δε μπόρεσα να μην παρατηρήσω πως οι σκονίτσες που χορεύαν στον αέρα, πήγαιναν όλο και πιο γρήγορα, νομίζω, κι όσο περνούσανε τα δέκατα του δευτερόλεπτου, που εμένα αλήθεια, να, σου λέω μου φαίνονταν αιώνες, τόσο η ανάσα μου γρηγόρευε. Και η δικιά της όμως. Και ψάχνανε τα μάτια της τα μάτια μου κι εγώ το ένιωθα και πήρα μια βαθειά ανάσα απότομα, έκανα και τις σκόνες να χορεύουν πιο τρελά, να πιάσουνε ρυθμό παράλογο, όπως εκείνη τη στιγμή η καρδιά μου και δίχως να κοιτάω πια ούτε δεξιά, ούτε ζερβά αλλ’ ούτε και ευθεία, έσκυψα μια μπροστά, ελπίζοντας, και φίλησα το στόμα.
Και είναι αυτό το ένα δευτερόλεπτο που ακουμπάς μόνο τα χείλη σου στα χείλη της  και δεν καταλαβαίνεις ούτε άμα σημάδεψες σωστά, ούτε αν δίκαια έχεις καταλάβει ότι σε θέλει και που οι φλέβες σου χτυπάνε τόσο στα μηνίγγια σου την ίδια ώρα που παρακαλάς για νεκρική ησυχία, μήπως κι ακούσεις μιαν ανάσα της που δείχνει δυσφορία για ν’ αποτραβηχτείς αμέσως και ατσούμπαλα και να κοιτάς για ώρα τα παπούτσια σου μέχρι η γλώσσα να λυθεί και να της πεις ψιθυριστά «συγνώμη».
Κι είναι μετά τα επόμενα αυτά τα δευτερόλεπτα, τα πιο ωραία και μοιραία όλων των χρόνων σου, των πριν και των επόμενων και όλες τις φορές που θα θυμάσαι, θα νιώθεις τούτο το γαργάλημα βαθιά μες στο στομάχι σου και παρακάτω κι ένα χαμόγελο θα σκάει πάνω στα χείλη σου που θα ‘ναι ίδιο κύμα.
Θα τα θυμάσαι αυτά τα δευτερόλεπτα που σκέφτεσαι «ουάου!» και λες στη γλώσσα σου «Καλύτερα σε κόβω, κακομοίρα μου, παρά εκεί έξω νά ‘βγεις εσύ πρώτη» και ξάφνου λες και το κορίτσι άκουσε τι σκέφτεσαι, ξαφνιάζεσαι που βγάζει εκείνη τη δική της πρώτη και γλύφει παιχνιδιάρικα το μέσα μέρος απ’ το πάνω χείλι σου και γαργαλιέσαι και τραβιέσαι απαλά και την κοιτάς στο στόμα που έμεινε μισάνοιχτο,  τι δόντια υπέροχα, κι ύστερα ανεβαίνουνε τα μάτια σου χαϊδεύοντας τη μύτη της, φτάνουνε στα δικά της μάτια  και μόλις πια κλειδώσουνε τα βλέμματα, να, σπάει το πρόσωπό σου σ’ ένα τέλειο χαμόγελο, παίρνεις τα πάνω σου, ανοίγεις τα σφιγμένα στη μωβ μπλούζα που φοράει ακροδάχτυλα, ισιώνεις κι άξαφνα έρχεται η ώρα σου να παίξεις.
Ψυχραιμία!

Δεν υπάρχουν σχόλια: