Τίποτα δε μπορώ να κάνω.
Εσύ με παράτησες και σκαρφαλώνεις.
«Θα κατέβω αύριο να σε δω» μου είπες.
Μα πρέπει να ‘ρθω ως τους πρόποδες
και όταν πέσει ο ήλιος.
Γιατί πιο πριν δε θα ‘σαι εκεί.
Και τηλέφωνο με πήρες
- δυο φορές -
αλλά και πάλι εγώ δεν πείστηκα.
Ή μάλλον πείστηκα
και πίστεψα
αγάπες και λύπες και λατρείες
αλλά αυτή η μπάσταρδη η πίκρα απ’ το λαρύγγι μου δε φεύγει.
Και όσο γράφω τώρα
τόσο γεμίζει η μπανιέρα του λαιμού μου
κι αν κρατηθώ
ίσως και να μην ξεχειλίσει.
Κι αν κρατηθώ
ίσως ρουφήξω πίσω αυτή τη σήψη,
που ανάθεμα το σιντριβάνι που την ξεπετάει
κάθε φορά που μ’ ενοχλείς,
που ενοχλούμαι,
που ντρέπομαι ή δέρνομαι,
κάθε φορά που σκέφτομαι
πόσο άλλα τα περίμενα
και πόσο άλλα ήρθαν.
Ίσως κατέβει η στάθμη
της σαπίλας που ‘χω στο λαιμό
κι άμα κατέβει
μπορεί να πάρει και μαζί της
τη μαυρίλα
που ‘χω στο μυαλό.
Μπορεί να είπα
σ’ αυτόν που ρώτησε
ότι προέρχεται από ορμονικές εκκρίσεις,
«Εκείνες οι μέρες, καλέ μου, ξέρεις τωρα!»
Αυτό που ξέρω όμως εγώ
κι αυτό που είναι αλήθεια
είναι ότι οι σαπίλες
κι οι μαυρίλες
κι άσχημες μυρωδιές,
καπνοί τραχείς
και κεραυνοί,
βροχές
και σύννεφα,
όλα,
τις λέξεις σου
έχουνε πηγή,
μωρό μου.
Ναι,
μου το ‘πες πάλι πριν,
μου το ‘πες πάλι πριν,
ευθύνη εσένα δε βαραίνει.
Όταν ο ήλιος δύσει
τότε είναι η ώρα,
η καθορισμένη.
Δε φταις εσύ γι’ αυτό.
Ούτε που «επάνω»
τα τηλέφωνα είναι απαγορευμένα
και πρέπει
να κρυφτείς για να με πάρεις.
Ούτε που δε μπόρεσα
να ‘ρθω πιο νωρίς ν’ ανέβω κι εγώ
«πάνω».
Ούτε που έπρεπε να τον γνωρίσεις.
Αφού στο ζήτησαν.
Κι ούτε που ήθελες
να δεις πώς είναι, φταις.
Δεν είσαι εγώ που δε χρειάζεται να δω.
Που ξέρω.
Όλα τα ξέρω.
Και πως αυτό που σκέφτομαι
δεν είναι σωστό,
κι αυτό το ξέρω.
Όλα μες το κεφάλι μου όμως, γλύκα,
τ’ ακούω λογικά.
Και μία είναι η φράση που ‘ρχεται.
Σιγά σιγά.
Ή γρήγορα.
Πάντα η ίδια σχηματίζεται.
Για ν’ απαντήσει στα
«τότε, γιατί όλα αυτά;»
«Πόσο υπέροχα
θα ήτανε, μωρό μου,
άμα
δεν
ήθελες
να
πας»
Δεν υπάρχουν σχόλια: