Παλιά, πολύ παλιά, πολύ μικρή όταν ήμουνα ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται, είχα δει μια ταινία μ’ ένα αγόρι με μακριά μαλλιά που σ’ έναν κόσμο, κάπου, καβαλούσε έν’ άσπρο άλογο που πρέπει να ‘τανε μονόκερως και κάτι ψάχνανε εναγωνίως και τρέχανε σε πεδιάδες να το βρούνε.
Το ίδιο αγόρι, λέει, ζούσε ταυτόχρονα και στον δικό μας κόσμο κι εκεί ήταν φτωχό και κρύωνε και μάλιστα τις νύχτες για να ξεχαστεί διάβαζε ένα παλιό βιβλίο με κιτρινισμένο εξώφυλλο που έλεγε για ένα αγόρι που καβαλούσε έναν μονόκερω και κάτι ψάχνανε εναγωνίως κι ήτανε, λέει, βιαστικοί.
Και στη σκηνή που το διάβαζε έμπαινε, λέει, το αγόρι κάτω από μια παλιά κουβέρτα για να μην κρυώνει, ξάπλωνε μπρούμυτα, άνοιγε το βιβλίο του κι έτρωγε δύο φρούτα που μοιάζανε με μήλα μα ήτανε, λέει, πιο μικρά.
Κι εγώ, πολύ μικρή όπως ήμουνα ή έτσι μου φαίνεται τελοσπάντων, πολύ το ζήλευα εκείνο το αγόρι κάτω απ’ την κουβέρτα του με το βιβλίο και τα φρούτα του κι ας κρύωνε.
Και πήγαινα τότε στη βιβλιοθήκη του μπαμπά και έπαιρνα το πιο παλιό βιβλίο, να μοιάζει όμως, κι ύστερα στην κουζίνα και κοίτα σύμπτωση, να ‘χει αγοράσει η μαμά φιρίκια που ‘ναι, να, τοσοδούλικα και ίσα μ’ ένα βερίκοκο μηλαράκια, και πήγαινα ξανά τρέχοντας αθόρυβα στο κρεβάτι μου γιατί αν δεν κοιμόμασταν το μεσημέρι μας μαλώνανε, κι ας είχε ζέστη, εγώ με μια πικέ κουβέρτα κουκουλωνόμουνα ως απάνω απ’ το κεφάλι, μ’ εκείνη με τα δέντρα, πεύκα νομίζω ήτανε ή λεύκες, η αγαπημένη μου κι έκανα ότι ήμουνα εκείνο το αγόρι.
Κι έτρεχε ο ιδρώτας γιατί ήταν καλοκαίρι, τέλειωναν κάποτε και τα μηλαράκια και πήγαινε και πέντε και μισή η ώρα και σηκωνόταν ο μπαμπάς κι όσο να πάει για καφέ και να πλυθεί, έτρεχα κι άφηνα πίσω το βιβλίο και πάλι πίσω στο κρεβάτι, πάντα αθόρυβα στις μύτες, χωρίς κουβέρτα τώρα, ξάπλωνα μπρούμυτα κι έκανα πως κοιμόμουνα μέχρι να ‘ρθει και να φωνάξει να ξυπνήσουμε κι εμείς.
Υ.Γ.: Και τώρα που κάπως έχω μεγαλώσει κι άμα θέλω μπορώ τα μεσημέρια πια να μην κοιμάμαι και να παίζω σκηνές από ταινίες όρθια στο κρεβάτι μου και φωναχτά, σκέφτομαι πως αυτήν την ταινία εγώ δεν την ξανάδα κι ότι δε θέλω κιόλας κι άμα κανείς την ξέρει να μη μου πει ούτε πώς τη λένε, ούτε αν το άλογο ήτανε μονόκερως εν τέλει, ούτε αν τ’ αγόρι είχε μακριά μαλλιά κι ΕΠ’ ΟΥΔΕΝΙ, σας εξορκίζω, μη και μου πείτε τι φρούτα έτρωγε στ’ αλήθεια κάτω απ’ την κουβέρτα, θα ‘ναι για ‘μένα συμφορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια: